Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

O Πετρής και η ανεργία

Ο Πετρής, έτσι τον φώναζαν οι δικοί του απ’ όταν ήταν παιδί, έφτασε τα τριάντα επτά. Σήμερα Τετάρτη πρωί ξύπνησε, δηλαδή για να ξυπνήσει έπρεπε πρώτα να είχε κοιμηθεί, τρομαγμένος. Εδώ και καιρό ήταν φοβισμένος, μα από σήμερα ο φόβος εξελίχθηκε σε τρόμο τελεσίδικα, σκεφτόταν, αγγίζοντας αφηρημένος τις σκόρπιες λευκές τρίχες στα μαλλιά του.
Από σήμερα ήταν άνεργος. Ένα ακόμα συν στο μεγάλο νούμερο των ανέργων! Δεν είχε πει τίποτα χτες βράδυ στην Ευαγγελία. Ήταν η αγαπημένη του. Ντρεπόταν! Έξι μήνες πριν είχαν γνωριστεί κι εκείνος υπερηφανευόταν για τα πτυχία του, τρία τον αριθμό και την υπεύθυνη δουλειά του στο ιδιωτικό Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ήταν καθηγητής Ψυχολογίας!
Ούτε τους γονείς του είχε ενημερώσει. Η μάνα του θα του τηλεφωνούσε αργότερα. Γύρω στις επτά το απόγευμα, συνήθιζε. Θα τον ρώταγε πώς πέρασε η ημέρα του, αν είχε κανά απρόβλεπτο με τους φοιτητές του, αν είχε φάει, αν…
Έβαλε να γίνεται καφές και άναψε τσιγάρο. Χτες το μεσημέρι είχε προμηθευτεί ξανά ένα πακέτο, μετά από έξι ολόκληρους μήνες. Το είχε κόψει. Ήταν μια πρόκληση για να αποδείξει στην Ευαγγελία ότι είχε τη δύναμη να το κάνει. Μα τώρα δεν είχε πια νόημα. Η ζωή του άλλαξε ρότα από τη στιγμή που τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του.
«Κύριε Κωνσταντινίδη, όταν τελειώσετε το μάθημα της τελευταίας ώρας σας θέλω στο γραφείο μου.»
Το σκεφτόταν συνεχώς και για πρώτη φορά ήταν αφηρημένος στο μάθημα. Καιρό τώρα ακούγονταν διάφορα ανήσυχα σχόλια. Οι φοιτητές είχαν μειωθεί, ενώ αρκετοί από όσους είχαν απομείνει χρωστούσαν ακόμα τα δίδακτρα της περσινής χρονιάς! Κι ύστερα το μισάωρο στο γραφείο του διευθυντή… Ένα μισάωρο θλιβερό και όλο φιλοφρονήσεις. Ήταν λέει, από τους καλύτερους νέους καθηγητές, μα… Ούτε τα μισά δεν άκουγε απ’ όσα ψεύτικα του έλεγε ο διευθυντής. Ίσως όμως και να μην ήταν ψεύτικα. Τι θα έκανε αλήθεια; Πώς θα αντιμετώπιζε την περίπτωση αν ήταν αυτός στη θέση του διευθυντή; Άφησε αναπάντητο το ερώτημα. Δεν είχε νόημα μια και δεν ήταν στη θέση του κυρίου διευθυντού κι ούτε θα ήταν ποτέ.
Τέλειωσε τον καφέ κι έκανε εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση της απόγνωσης. Πέρασε τις παλάμες του από το πρόσωπο του κι ύστερα κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα του μικρού του διαμερίσματος. Έμεινε όρθιος εκεί, παραδομένος στις σκέψεις του. Ήταν τόσο υπερήφανος όταν το νοίκιασε! Ανεξάρτητος, με τα δικά του χρήματα, τα δικά του λιγοστά έπιπλα από το ΙΚΕΑ, τη δική του ζωή!
Ο Φλεβάρης είχε έξι σήμερα κι έξω τα σύννεφα σχημάτιζαν σχέδια στον ουρανό, πρόσεξε. Τα παρακολουθούσε κι έκανε όπως όταν ήταν παιδί. Προσπαθούσε να διακρίνει σχήματα, μα ούτε κι αυτό γινόταν σήμερα. Ωστόσο μέχρι το μεσημέρι τα σύννεφα είχαν καλύψει όλα τα κενά και το ουράνιο στερέωμα έγινε εκείνο το σκούρο γκρι της θλίψης. Σε λίγο θα έβρεχε.
Ο ήχος του κινητού πρώτα τον ξάφνιασε και ύστερα τον άγχωσε. Ευαγγελία και ένα θαυμαστικό είχε παρουσιαστεί στην οθόνη. Μα βέβαια η ώρα ήταν περασμένη και το τετράωρο της στο πολυκατάστημα που εργαζόταν, παρά του ότι είχε τελειώσει το Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, είχε τελειώσει. Ήταν ακριβώς ή ώρα που είχε ένα κενό στη δουλειά του και επικοινωνούσαν. Χμ, μία κενή ώρα … από σήμερα θα είχε ατέλειωτες ώρες που θα ήταν κενές!
«Πετρή τι έχεις; Δεν μου ακούγεσαι καλά;»
«Ναι, δεν είναι κι η καλύτερη μου μέρα Ευαγγελία…»
«Τι συνέβη αγάπη μου;»
Συνέβη που τίποτα δεν ήταν όπως χτες και πιθανόν να μην ξαναγινόταν, ήθελε να της πει, μα:
«Θα τα πούμε από κοντά γλυκιά μου.»
«Άρα κάτι συμβαίνει και δεν μπορώ να περιμένω μέχρι το βράδυ Πετρή.»
«Α, δεν χρειάζεται να περιμένεις τόσο. Έλα και τώρα αν θες απ’ το σπίτι.»
«Δεν είσαι στη δουλειά σου; Πετρή μου είσαι καλά; Μήπως…»
«Σε περιμένω Ευαγγελία.»
Κι όση ώρα την περίμενε συνέχιζε όρθιος να σκέφτεται. Πώς να της πει ότι είχε χάσει τη δουλειά του, ότι ήθελε χρόνο να ξαναχτίσει ελπίδες, ότι δεν έβρισκε κουράγιο να ψάχνει για άλλη δουλειά και, κυρίως πώς να αντέξει την αλήθεια; Ναι, την αλήθεια πως δουλειά σ’ αυτή τη χώρα, αυτή την εποχή και για τις επόμενες εποχές, γύρευε πόσες, δεν θα έβρισκε.
Και το μυαλό με τα απείθαρχα καμώματα του, άρχισε να σκαλίζει τα παλιά. Που ήταν πάντα ο πρώτος μαθητής, που τον μεγάλωσε η γιαγιά του επειδή η μάνα του δούλευε πωλήτρια στο Μινιόν, που ο πατέρας του δούλευε ταξί, που τα ’φερναν δύσκολα βόλτα, όμως καμάρωναν τον γιό τους! Ήταν ο πρώτος μαθητής κι έπρεπε να τον σπουδάσουν και τα κατάφεραν.
Το είχαν γλεντήσει στη γειτονιά όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο κι εκείνο το βράδυ μάτι δεν είχε κλείσει ο Πετρής. Από ευτυχία και από τα όνειρα που σπρώχνονταν μες το μυαλό του για να βρουν χώρο. Μα ήταν τόσα πολλά που χώρο δεν έβρισκαν.  Είχε τελειώσει στην ώρα του, συνέχισε δυο χρόνια μεταπτυχιακά, πέτυχε στο ΙΚΥ υποτροφία για διδακτορικό, πήγε φαντάρος ένα χρόνο κι ύστερα τέσσερα χρόνια στο Παρίσι!
Όλοι δρόμοι φαίνονταν ανοιχτοί μπροστά του τότε και, η απόλυτη ευτυχία και υπερηφάνεια ήταν φανερή στα κουρασμένα μάτια των γονιών του. Μόνο που τα όνειρα που κάποτε στριμώχνονταν να βρουν χώρο, τώρα ένα-ένα είχαν πάψει να είναι όνειρα. Είχαν εξελιχθεί σε μια οδυνηρή πραγματικότητα και, το χειρότερο δεν υπήρχε χώρος για καινούρια.
Σήμερα έπρεπε να βιώσει την αγωνία της επιβίωσης, να διαχειριστεί την πίκρα που θα έβλεπε στα μάτια των γονιών του και να φρενάρει τα όνειρα της Ευαγγελίας. Μαζί τα έκαναν. Τον άλλο μήνα, τα είχαν βάλει κάτω κι έβγαιναν κουτσά-στραβά, θα συγκατοικούσαν. Άλλωστε η κοπέλα έλπιζε σε μια καλύτερη δουλειά, αφού εκείνος την είχε πετύχει ήδη…
Κι έξω η βροχή σιγοντάριζε τη δική του στεναχώρια. Κατ’ αρχήν χρωστούσε τις δόσεις για το μικρό του αυτοκίνητο, στο τραπέζι ξεχώριζε το λευκό χαρτί των κοινοχρήστων και τα τελευταία χρήματα που θα έπαιρνε από τη δουλειά του, ίσα που έφταναν για τρία νοίκια. Και με την Ευαγγελία έπρεπε να χωρίσει. Η κοπέλα ήταν είκοσι επτά ετών και κόντρα στα σχέδια τους, θα έπρεπε να συνεχίζει να ζει με τους δικούς της στην Κυψέλη. Κι αυτός πάλι στο εξήντα πέντε τετραγωνικών των γονιών του. Εκεί  θα μετακόμιζε αναγκαστικά.

Τρείς μήνες μετά τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ο Πετρής είχε περισσότερες λευκές τρίχες στα μαλλιά του, δυο-τρείς, πρόωρα, βαθιές ρυτίδες είχαν προστεθεί στο πρόσωπο του, τις δόσεις του αυτοκινήτου πλήρωναν οι δικοί του, ενώ οι πινακίδες είχαν κατατεθεί στο υπουργείο και η Ευαγγελία είχε φύγει για την Ολλανδία.
Όταν θα έβρισκε άκρη εκεί θα πήγαινε κι ο Πετρής, ήταν το σχέδιο… Μόνο που ο Πετρής είχε αλλάξει. Δεν ήταν ο ίδιος χωρίς ελπίδα. Δυο μήνες ακόμη θα προσπαθούσε και μετά θα διάβαζε για να βγάλει επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Θα δούλευε ταξί.
«Μα δεν βγαίνει ούτε το μεροκάματο παιδί μου κι ύστερα ξέρεις τι διάβασμα θέλει για να βγει αυτό το δίπλωμα; Τι ξέρεις εσύ από μηχανές αυτοκινήτων;»
«Τόσα πτυχία πήρα ρε πατέρα διαβάζοντας. Τόσα χρόνια αυτό είναι που ξέρω καλύτερα. Να διαβάζω για να παίρνω κωλόχαρτα…»
«Ποτέ δεν πάει η μόρφωση χαμένη Πετρή…»
«Έτσι λες ε;»
Του πέταξε και βγήκε έξω. Καθημερινά πάνω-κάτω τις ίδιες κουβέντες έκαναν με τον πατέρα του και η μάνα του καθόταν αμίλητη και τους άκουγε και μόνο όταν έφευγε ο Πετρής, ρωτούσε τον άνδρα της:
«Πού πάει κάθε μέρα τέτοια ώρα το παιδί; Φεύγει πρωί και γυρίζει πάντα αργά. Πολύ αργά. Προχτές γύρισε ξημερώματα…»
«Δεν ξέρω Αμαλία και δεν είναι παιδί. Άνδρας είναι και περνάει δύσκολα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του…»
«Απ’ ότι φαίνεται το βάζει μα δεν ξέρει κι αυτός πού και πώς…»
«Τι είπες;»
«Τίποτα.»
Τους δύο πρώτους μήνες έτρωγε άκυρα ο Πετρής. Για πωλητής σε πολυκατάστημα ήταν μεγάλος εκτός από άπειρος και στις μια- δυο επιχειρήσεις που ζητούσαν αγγλικά και υπολογιστές, είχε πολλά προσόντα… Στις εφημερίδες επικρατούσε σε ζήτηση το επάγγελμα του πλασιέ χωρίς μισθό, αλλά με ποσοστά για την προώθηση κάποιων προϊόντων που ούτε γνώριζε, ούτε καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. Κι έτσι είχε σταματήσει να ψάχνει. Άλλωστε είχε πάρει την απόφαση του. Θα δούλευε ταξί. Λίγο χρόνο ακόμη ήθελε για να νιώσει ψυχολογικά έτοιμος και θα άρχιζε μαθήματα.
Ωστόσο μέχρι τότε το σπίτι του δεν τον χωρούσε ή μάλλον η ζωή αυτή δεν τον χωρούσε. Δεν είχε δουλειά και άρα ούτε χρήματα, ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια, σύντροφο… Όσο έψαχνε όλο κι έβρισκε όλα όσα δεν είχε και σήμερα πηγαίνοντας πάλι στο ίδιο μικρό πάρκο στη Ν. Σμύρνη, πήρε την απόφαση να πάψει να σκέφτεται. Θα συνέχιζε τη νεοαποκτηθείσα συνήθεια του, δίχως τις παρεμβολές των δυσοίωνων σκέψεων. Ούτως ή άλλως δεν τον βοηθούσαν σε τίποτα. Μα μήπως και η καινούρια του συνήθεια-απασχόληση τον βοηθούσε σε κάτι; Όχι, όμως του άρεσε δίχως να ξέρει τον λόγο.
Κάθισε στο παγκάκι, το ίδιο κάθε ημέρα, άναψε τσιγάρο και στύλωσε τα μάτια του στην απέναντι πολυκατοικία. Ήταν εξαώροφη, με πολλά διαμερίσματα σε κάθε όροφο και τουλάχιστον εικοσαετίας. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ σήμερα. Ένας νέος, περίπου στην ηλικία του, υπολόγισε, ήταν ο πρώτος που βγήκε έξω.
Ο Πετρής σηκώθηκε αμέσως και με δυο δρασκελιές βρέθηκε ακριβώς πίσω του. Ο άγνωστος φορούσε ένα τριμμένο τζιν, ένα μπλουζάκι με μακριά μανίκια που κάποτε πρέπει να ήταν άσπρο, παπούτσια αθλητικά και ταλαιπωρημένα. Στον δεξιό του ώμο ήταν κρεμασμένος ένας πολύχρωμος τριμμένος σάκος. Προχωρούσε βιαστικός και ο Πετρής επιτάχυνε το βήμα του.
Αυτόν πρώτη φορά τον έβλεπε τις τελευταίες είκοσι ημέρες που παρακολουθούσε τυχαία τον πρώτο κάτοικο της πολυκατοικίας που έβγαινε στο δρόμο. Τις προηγούμενες δέκα παρακολουθούσε την ίδια γυναίκα. Ήταν αυτή που έβγαινε πρώτη εκείνη την ίδια ώρα που καθόταν στο παγκάκι απέναντι. Γύρω στα τριάντα πέντε, την είχε υπολογίσει. Εμφανίσιμη, καλοντυμένη, μ’ ένα μεθυστικό άρωμα πρωί-πρωί, περπατούσε κουνώντας επιτηδευμένα προκλητικά τους γοφούς της. Στη δουλειά της θα πήγαινε σίγουρα, πιθανολόγησε όση ώρα την παρακολουθούσε, προετοιμασμένος ότι θα την έχανε κάπου στη στάση του λεωφορείου ή σε κάποιο ταξί που θα σταματούσε.
Όμως όχι. Επι δέκα ημέρες περπατούσε κάπου ένα τέταρτο κι ύστερα σταματούσε πάντα στην ίδια γωνία. Άναβε τσιγάρο, φυσούσε τον καπνό αυτάρεσκα, κοιτούσε το ρολόι της και πριν καλά-καλά γίνει το τσιγάρο γόπα στο πεζοδρόμιο, ένα ακριβό αυτοκίνητο σταματούσε πλάι της. Εκείνη χαμογελούσε ανοίγοντας την πόρτα κι έμπαινε μέσα. Ο Πετρής ήταν βέβαιος ότι τα επόμενα δευτερόλεπτα, πριν το αυτοκίνητο ξεκινήσει, θα αντάλλασαν ένα φιλί. Ο οδηγός του αυτοκινήτου ξεκινούσε ανέκφραστος και το αυτοκίνητο χανόταν ανάμεσα στα άλλα.
Επί δέκα ολόκληρες ημέρες το ίδιο σκηνικό, με την ίδια ακρίβεια της ώρας, εκτός από σήμερα. Ο νεαρός στο μεταξύ προχωρούσε γρήγορα το πρώτο δεκάλεπτο και στη συνέχεια ελάττωσε την ταχύτητα που βάδιζε. Μισή ώρα μετά είχαν φτάσει στο Ν. Κόσμο κι ο νέος κατευθύνθηκε στο μετρό. Ο Πετρής δίστασε μόνο για μια στιγμή και στη συνέχεια τον ακολούθησε. Περίμενε δυο ανθρώπους πίσω του το συρμό και τον πήρε στο κατόπι.
Στην Ομόνοια τον είδε να ετοιμάζεται να κατέβει κι ο Πετρής ακολούθησε. Ο κόσμος έξω ήταν πολύς και για μια στιγμή φοβήθηκε πως θα τον χάσει, ωστόσο τα κατάφερε. Τον είδε να σταματάει σ’ ένα Γρηγόρη, παρήγγειλε καφέ κι ο Πετρής στάθηκε πίσω του. Ζήτησε μια τυρόπιτα παρακαλώντας μέσα του να μη φύγει ο άνθρωπος του και τον χάσει.
Δεν το έχασε. Στεκόταν έξω ακουμπώντας με την πλάτη του στον τοίχο. Ύστερα άναψε με αργές κινήσεις τσιγάρο κι έδειχνε να απολαμβάνει τις πρώτες γουλιές του καφέ του. Τελειώνοντας το τσιγάρο του, κοίταξε την ώρα και σαν κάπως αγχωμένος του φάνηκε ή ίσως και να ’ταν η ιδέα του. Μάλλον δεν ήταν, επειδή το χέρι του έτρεμε όταν άναψε το δεύτερο τσιγάρο στο καπάκι. Ο Πετρής στο μεταξύ είχε τελειώσει με την τυρόπιτα που μασούλαγε ανόρεχτα καλυμμένος πίσω από ένα ψυγείο γεμάτο αναψυκτικά που ήταν ακριβώς απέναντι και σε μικρή απόσταση από τον άγνωστο που στο μεταξύ είχε βγάλει το κινητό του.
Ο Πετρής πλησίασε κοιτάζοντας δήθεν τη βιτρίνα με τα μεταχειρισμένα κινητά κάθε είδους, δίπλα ακριβώς από τον άγνωστο. Έπρεπε να ακούσει τη συνομιλία.
«Τι έγινε; Μ’ έχεις στήσει το ξέρεις; Καταλαβαίνεις ότι δεν πρέπει…»
Αυτά μόνο είπε κι έκλεισε νευριασμένος το κινητό. Ο Πετρής σαν να ένιωσε ότι του έριξε μια ματιά ο άγνωστος και παρά του ότι μπορεί και να του φάνηκε, έσπευσε να μπει στο κατάστημα με τα κινητά. Έκανε τάχα ότι παρατηρούσε το εμπόρευμα, όμως με την άκρη του ματιού του συνέχισε να παρακολουθεί το «θήραμα» του. Τώρα ήταν νευριασμένος, δίχως αμφιβολία. Είχε πάψει να έχει την πλάτη στον τοίχο, είχε τσαλακώσει το χάρτινο ποτήρι του καφέ και το είχε πετάξει με αναίδεια κάτω. Ο Πετρής μπορούσε να παρατηρεί δίχως κίνδυνο τώρα, επειδή το άτομο του είχε γυρισμένη την πλάτη. Έτσι τον είδε να πατάει καταστρέφοντας πλήρως το άτυχο χάρτινο ποτήρι και να κατευθύνεται στο περίπτερο. Αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα που πριν καλά-καλά πάρει τα ρέστα, ένας άλλος, μεγαλύτερος ηλικιακά, τον πλησίασε από πίσω. Ο Πετρής πετάχτηκε έξω την ώρα που οι δυο άγνωστοι προχωρούσαν συζητώντας έντονα, αλλά τόσο σιγά που οι θόρυβοι της πόλης δεν του επέτρεπαν να κλέψει κάτι από τις κουβέντες τους. Μόνο δυο-τρείς φορές ένα: «μαλάκας», κατάφερε να ξεκλέψει που είχε ξεφύγει πιο δυνατά.
Συνέχιζε να τους παρακολουθεί σε απόσταση ασφαλείας, μέχρι που εισέβαλαν σε μια στοά. Ο Πετρής σταμάτησε. Αν έμπαινε εκεί μέσα θα τον υποπτεύονταν και η υπόθεση του μύριζε παρανομία. Ειδικά η φάτσα του άλλου που συνάντησε ο νεαρός δεν του άρεσε καθόλου. Έτσι έμεινε απέναντι παρακολουθώντας τους να συνομιλούν, ώσπου είδε τον νεαρό να ανοίγει τον ταλαιπωρημένο σάκο του, να κοιτάζει γύρω-γύρω κι ύστερα με την πλάτη γυρισμένη και οι δύο εμπλεκόμενοι πια, έκαναν κάποιες κινήσεις. Ο νεαρός κάτι έβγαλε από τον σάκο, τον έκλεισε, κάποια ακόμη συναλλαγή, ίσως και να ήταν χρήματα, άλλαξαν χέρια και οι δύο άγνωστοι βγήκαν από τη στοά και χωρίστηκαν δίχως ένα «γεια». Μάλιστα! Διακινούν ουσίες… πουλάνε θάνατο!
Ο νεαρός στάθηκε λίγα μέτρα μακριά από τη στοά που μόλις είχε βγει, κοίταξε δεξιά κι αριστερά αφηρημένος μια δυο φορές κι ύστερα το πήρε πάλι με τα πόδια. Περπάτησε για ώρες άσκοπα, μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα μαγαζιά κι όλα αυτά μέχρι τις έξι το απόγευμα. Ύστερα μπήκε στο μετρό, κατέβηκε στο Ν. Κόσμο κι ο Πετρής η ώρα επτά καθόταν μόνος στο παγκάκι του παρατηρώντας τον να μπαίνει στην πολυκατοικία. Γύρω στις δέκα η ψύχρα του Μάη, όπως και χτες σαν να τον ενοχλούσε, ωστόσο ήταν νωρίς να πάει σπίτι του. Ήξερε, σε λίγες ώρες θα έρχονταν οι δυο μεσήλικες άστεγοι. Μ’ αυτούς είχαν γνωριστεί. Ο Ηλίας κι ο Θανάσης.  Σαράντα πέντε και πενήντα αντιστοίχως. Άνεργοι επί δύο συνεχόμενα χρόνια. Ο Ηλίας εργαζόταν σε κατάστημα αυτοκινήτων που έκλεισε κι ο Θανάσης είχε τη δική του μικρή επιχείρηση. Καθαριστήριο ρούχων.

Κι ενώ ο Πετρής είχε σηκωθεί να ξεμουδιάσουν τα πόδια του η ώρα ένδεκα και μισή και να ζεσταθεί κάπως περπατώντας μια μικρή απόσταση μες το μικρό πάρκο, πήρε το μάτι του τον δικό του άγνωστο να βγαίνει. Χμ, ο πειρασμός ήταν μεγάλος κι απόψε δεν θα συναντιόταν με τους καινούριους φίλους του. Έτρεξε και σε δυο λεπτά ήταν δέκα μέτρα πίσω από τον άνθρωπο του. Δέκα λεπτά βάδιζε πίσω του, όταν αιφνιδιαστικά τον είδε να σταματάει στη μέση του δρόμου.
Ξαφνιάστηκε! Δεν είχε τίποτα εκεί τριγύρω που να δικαιολογούσε τη στάση του κι ώσπου να προχωρήσει το συλλογισμό του, τον είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του. Ο φόβος του Πετρή εκδηλώθηκε με τους γρήγορους, δυνατούς και ακατάστατους χτύπους της καρδιάς του, εντούτοις κράτησε την ψυχραιμία του, συνέχισε να περπατάει βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι στην τσέπη του. Έβγαλε το τσαλακωμένος πακέτο από τα τσιγάρα του και πριν προλάβει να ανάψει ένα, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον άγνωστο.
«Τι τρέχει φίλε; Τι ζητάς από μένα;»
Ο φόβος είχε κόψει την ανάσα και τη λαλιά του Πετρή. Τον κοιτούσε ίσα στα μάτια. Ήταν αρκετά νεώτερος από τον ίδιο πρόλαβε να σκεφτεί πριν φάει την πρώτη σπρωξιά.
«Σε ρωτάω ρε. Μπάτσος είσαι; Τι θέλεις από μένα. Από το πρωί σ’ έχω πάρει χαμπάρι, αλλά νόμιζα ότι είναι η ιδέα μου. Έλα λέγε…» Και τα λόγια του ακολούθησαν ακόμη μερικές δυνατές σπρωξιές που έκαναν τον Πετρή να χάσει την ισορροπία του.
«Δεν είμαι μπάτσος.» Του είπε κι ένιωσε τον λαιμό του ξερό.
«Τι είσαι τότε; Αλλά τι ρωτάω… μπάτσος είσαι, αλλά μαζί μου δεν θα τη βγάλεις καθαρή. Δεν ξέρεις πού έμπλεξες…»
«Αν ήμουν μπάτσος δεν θα είχα χάσει τη λαλιά απ’ το φόβο μου φίλε…» Είχε αρχίσει να βρίσκει κάπως την αυτοκυριαρχία του. Ο άλλος, το πρόσεξε στα μάτια του ο Πετρής, είχε καλμάρει.
«Ωραία, λέγε τότε τι είσαι και μη μου πεις ότι δεν με παρακολουθείς…»
«Όχι δεν θα σ’ το πω. Πράγματι σε παρακολουθώ, αλλά…»
«Αλλά τι ρε; Λέγε…» Κι άλλη σπρωξιά κι ύστερα ο άγνωστος έβαλε το χέρι του στο λαιμό του Πετρή με εμφανώς άγριες διαθέσεις. Ο Πετρής προσπάθησε μάταια να απελευθερωθεί από τα χέρια του κι ύστερα του έδωσε να καταλάβει όπως-όπως ότι δεν μπορούσε να του απαντήσει, όταν δυο χέρια ήταν τυλιγμένα στο λαιμό του. Ο άλλος τον άφησε, ο Πετρής προσπάθησε να βρει την ανάσα του βήχοντας κι όταν συνήλθε, άναψε επιτέλους ένα τσιγάρο. Ο άλλος τον κοιτούσε με άγριο βλέμμα κι ο Πετρής του πρόσφερε τσιγάρο που παραδόξως το πήρε.
«Θα μου πεις επιτέλους;» Και φύσηξε νευρικά τον καπνό.
«Θα σου φανεί αστείο, αλλά είμαι απλά άνεργος. Από ανία και απογοήτευση, αποφάσισα να παρακολουθώ κόσμο. Έτσι άσχετα, δίχως λόγο και δίχως σκοπό. Δεν έχω κακή πρόθεση, δεν θέλω να πειράξω κανέναν, απλά…»
«Σοβαρολογείς; Και θέλεις να σε πιστέψω;»
«Σοβαρολογώ κι αφού δεν είμαι μπάτσος, ένας καθηγητής σε κάποιο κολλέγιο ήμουν, δεν βλέπω το λόγο να μη με πιστέψεις. Τι άλλο να θέλω από σένα. Ούτε το όνομα σου ξέρω. Πρώτη φορά σε είδα σήμερα. Τις άλλες ημέρες παρακολουθούσα άσκοπα, μια γυναίκα που έβγαινε καθημερινά την ώρα που βγήκες εσύ σήμερα κι έτσι έπεσε σε σένα ο κλήρος.»
«Εκτός από μαλάκας μήπως είσαι και ανώμαλος; Τι είναι αυτά που λες; Δεν ντρέπεσαι;»
Ο Πετρής κατέβασε το κεφάλι ευγνωμονώντας το σκοτάδι που κάλυπτε το κόκκινο χρώμα στα μάγουλα του.
«Ντρέπομαι.» Ξεστόμισε τελικά. Ο άλλος, εμφανώς καθησυχασμένος, του πρότεινε να πάνε κάπου να τον κεράσει ένα ποτό. Ο Πετρής στην αρχή αρνήθηκε, μα ο άλλος τον πίεσε τόσο που στο τέλος δέχτηκε. Μισή ώρα αργότερα κάθονταν οι δυο τους στη μπάρα ενός συνοικιακού μπαρ, σιωπηλοί στο πρώτο ποτήρι ουίσκι. Στο δεύτερο ο Πετρής χαλάρωσε και τόλμησε ένα βλέμμα στον διπλανό του που τον κοίταζε κι αυτός.
«Λοιπόν φίλε, Νίκο με λένε και είμαι είκοσι οκτώ χρονών.»
«Πέτρος, Νίκο και, χάρηκα…»
«Πόσο χρονών είσαι;»
«Τριάντα επτά και χωρίς ελπίδα. Χμ, είδες πώς κατάντησα; Μέχρι πριν λίγους μήνες είχα δουλειά, ενδιαφέροντα, την ανεξαρτησία του μικρού διαμερίσματος που νοίκιαζα, τη φίλη μου, τους φίλους μου και την αξιοπρέπεια μου.»
«Κι εγώ πριν ένα χρόνο ήρθα στην Αθήνα για να μεγαλουργήσω. Από την Κόρινθο είμαι. Έλεγα θα βρω δουλειά και εν τέλει κατέληξα να σπρώχνω… κατάλαβες τι. Ήταν το μόνο που βρήκα. Και στην τελική γιατί όχι; Μήπως τα τέρατα που μας κυβερνάνε δεν κλέβουν;»
«Κλέβουν και, κυρίως κλέβουν ελπίδες, όνειρα και το μέλλον, όμως έτσι σκοτώνεις ζωές…»
«Τι κάνω;»
«Σκοτώνεις ζωές ρε Νίκο με τις ουσίες.»
«Χα, αυτό νόμιζες; Όχι ρε φίλε. Μικροκλέφτης είμαι. Βουτάω κι ό άλλος είναι σε κύκλωμα που σπρώχνουν τα κλεμμένα. Από αντικείμενα, έως ταυτότητες, διαβατήρια… ό,τι θες. Εγώ βγάζω ένα μεροκάματο και μόνο άμα πέσω σε πορτοφόλι με φράγκα μου δίνουν τα μισά.»
«Σε καταλαβαίνω μα δεν είναι λύση κι αυτή. Θα σε πιάσουν καμιά μέρα και θα βρεθείς στο φρέσκο.»
«Ε, και τι να κάνω; Έχεις καμιά ιδέα;»
«Όχι. Κι εγώ για ιδέες ψάχνω και σου ορκίζομαι δεν υπάρχουν. Λέω να γίνω ταρίφας.»
«Από καθηγητής; Εγώ τουλάχιστον ένα γυμνάσιο τέλειωσα και μια σχολή κομμωτικής. Γονείς; Στον κόσμο τους. Η μάνα μου την έχει κάνει απ’ όταν ήμουν παιδί κι ο πατέρας μου, έμαθα ότι τα τίναξε κάπου… δεν ξέρω πού κι ούτε τον γνώρισα. Η γιαγιά μου με μεγάλωσε στο χωριό κι εκεί δεν ξαναγυρίζω.»
«Γιατί δεν γίνεσαι ταρίφας;»
«Ούτε δίπλωμα οδήγησης έχω. Τι να το κάνω; Μήπως θα έχω ποτέ αυτοκίνητο;»
«Σωστά…»
Ο Πετρής και ο Νίκος, δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, κράτησαν μια φιλία. Μια φιλία που αντέχει ακόμη, άσχετα που Ο Πετρής τον Σεπτέμβρη είχε φύγει για το Παρίσι. Μετά τις προτροπές του πατέρα του, αλλά και του Νίκου, δέχτηκε να επικοινωνήσει με τους καθηγητές του στο Παρίσι κι εκείνοι τον παρότρυναν να συναντηθούν. Από τον Οκτώβριο θα δίδασκε ως βοηθός του καθηγητού του αρκετές ώρες την εβδομάδα στο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα τις ελεύθερες ώρες του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα Ελληνικών στα παιδιά των Ελλήνων που ζούσαν στη Γαλλία και οι γονείς τους επιθυμούσαν να ξέρουν τα παιδιά τους τη μητρική τους γλώσσα. Αυτά μάλιστα ήταν καλοπληρωμένα.
Με τον Νίκο επικοινωνούν συχνά και ο Πετρής δεν έχει πάψει να ψάχνει για άκρες εκεί στην ξένη χώρα, μήπως και πετύχει να βρει κάποια δουλειά για τον καινούριο φίλο του. Τελευταία, κάτι παίζει, του έλεγε με συγκρατημένη αισιοδοξία, επειδή κι εκεί υπάρχουν προβλήματα, στο χώρο της κομμωτικής. Το καινούριο φλερτ του Πετρή, είναι η κόρη ενός από τους διασημότερους κομμωτές της περιοχής που ζει ο Πετρής…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου