Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Στη σκιά του Πάθους.


Η ευτυχία του συγγραφέα θαρρώ πως είναι πια γνωστή, όταν το βιβλίο του έτοιμο, φτάνει στα χέρια του! Αγγίζοντας το, δυσκολεύεται να πιστέψει πως ο αγώνας δύο χρόνων και κάτι, έχει γίνει βιβλίο! Το εξώφυλλο, η μυρωδιά του χαρτιού, τα λίγα λόγια γραμμένα στο οπισθόφυλλο! Τίτλος;

«Στη σκιά του Πάθους»! Υπήρχε στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή που ο σκελετός της ιστορίας αγκιστρώθηκε μέσα μου. Φτάνοντας κάπου στη μέση του βιβλίου ο αναγνώστης, θα έχει ήδη καταλάβει πώς προέκυψε ο τίτλος, για να δικαιώσει την επιλογή μου στην τελευταία πρόταση πριν το ΤΕΛΟΣ.

Ο Κωστής, η Βάσια, ο Τίμος, η Μελίνα, είναι οι τέσσερεις κύριοι ήρωες της ιστορίας μου. Μ’ αυτούς τους τέσσερεις τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες, χρειάστηκε να συμπορευτούμε για δύο ολόκληρα χρόνια. Τους έπλασα και τους αγάπησα. Στην πορεία χρειάστηκε άλλοτε να θυμώσω μαζί τους και άλλοτε να τους λυπηθώ, ενώ προχωρώντας έψαχνα τις λύσεις για την κάθαρση και τη δικαίωση τη δική τους, ώστε να καταφέρω να ηρεμήσω τη δική μου ψυχή.

Πέτυχα; Όσον αφορά τη δική μου ψυχή, ξεκάθαρα ναι! Το ίδιο ελπίζω να πέτυχα και για τις ψυχές των αναγνωστών, επειδή αυτό ήταν το ζητούμενο από την αρχή.

Πρόκειται για μια σύγχρονη ιστορία ζωής ή μάλλον για μια σύγχρονη περιπέτεια ζωής. Έτσι όπως είναι οι ζωές όλων μας. Μια περιπέτεια με γλυκόπικρη γεύση! Ξέρω πως περνώντας τις σελίδες θα σας εκνευρίσω, θα σας θυμώσω, θα σας συγκινήσω και ελπίζω στο τέλος να σας έχω δικαιώσει.

Ο Κωστής, ο γοητευτικός οδοντογιατρός! Αθεράπευτα ερωτευμένος με την επικίνδυνα σαγηνευτική και μόλις είκοσι δύο ετών Βάσια. Όλα θα κυλούσαν φυσιολογικά μεταξύ τους, αν αυτοί οι δύο νέοι δεν ήταν αιχμάλωτοι των παθών τους. Εκείνος μανιώδης τζογαδόρος και η Βάσια επηρεασμένη από τα τηλεοπτικά πρότυπα, εξελίσσεται σε άτομο παθιασμένο με το χρήμα και τη δημοσιότητα.

Η Μελίνα! Η γλυκιά κληρονόμος. Μοναχοκόρη γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας. Ζει αθόρυβα μέχρι που ένα τροχαίο θα αλλάξει τη ζωή της. Θα γνωρίσει τον Κωστή και θα παθιαστεί αθεράπευτα μαζί του. Θα αρχίσει να πορεύεται μόνο μέσα από τα δικά του μάτια, παραβλέποντας τις εκπτώσεις που έκανε στη ζωή της.

Και τέλος ο Τίμος. Εργένης από δεοντολογία στα εξήντα του, θα γνωρίσει τη Βάσια. Τη γυναίκα που θα αλλάξει τα πιστεύω του, αλλά και τη ζωή του. Το πάθος του για αυτήν καταλήγει αθεράπευτο.

Η εξέλιξη της ζωής αυτών των ανθρώπων θα είναι απρόβλεπτες, μη αναμενόμενες και συνταρακτικές! Ποιοι θα καταφέρουν άραγε να απεμπλακούν από τα πάθη τους και ποιοι θα καταλήξουν, αν καταλήξουν, ηττημένοι από τις μάχες που κήρυξαν οι ίδιοι με τους εαυτούς τους; Θα το ανακαλύψει βήμα-βήμα ο αναγνώστης, εγώ το μόνο που ελπίζω, αλλά και εύχομαι, είναι να πέτυχα να σας ταξιδέψω…

Αυτοί λοιπόν είναι οι τέσσερεις άνθρωποι που μαζί βαδίσαμε για δύο ολόκληρα χρόνια. Οι πράξεις, οι σκέψεις και τα πάθη που τους χρέωσα, έφτιαξαν την απρόβλεπτα συναρπαστική ιστορία που σήμερα έχει γίνει βιβλίο και… είναι το αγαπημένο μου!

 

 

Είχε φτάσει ξημέρωμα και ο Κωστής έπαιζε ακόμη. Πάνω σ’ ένα τραπέζι, φορτωμένο αγωνία και τασάκια ξεχειλισμένα από γόπες τσιγάρων, τζογάριζε το τελευταίο του χιλιάρικο στα ζάρια. Ο Γρηγόρης είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει: «Κωστή, δεν σε αντέχω άλλο! Τελευταία ζαριά, χάσεις κερδίσεις φύγαμε! Έχουμε και δουλειά αύριο». «Στο λόγο μου. Αυτή τη ζαριά και φύγαμε. Άλλωστε αν χάσω δεν έχω άλλα».

Η καρδιά του χτυπούσε ακατάστατα την ώρα που ζάλιζε στη χούφτα του τα ζάρια. Τα έριξε…Τρία και άσσος. Ούτε έχανε, ούτε κέρδιζε. Έπρεπε να παίξει ο αντίπαλος. Ο Γρηγόρης ξεφύσησε κι ο Κωστής έδωσε στα πνευμόνια του μια μικρή ανάσα οξυγόνου για να την καταστρέψει αμέσως, ανάβοντας το πολλοστό τσιγάρο της ημέρας...

Ένα μικρό απόσπασμα από τη Σκιά του Πάθους.

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Το παγκάκι, η Μάίρη και η αλήθεια.


Πόσες ημέρες, πόσες εβδομάδες και πόσοι μήνες που έγιναν χρόνια; Πόσες νύχτες ερωτικές και πόσες της απογοήτευσης; Πόσες ήταν οι χαρές και πόσες οι λύπες; Πόσες επιτυχίες και αποτυχίες; Το καλό και το κακό! Το ωραίο και το άσχημο! Το φώς και το σκοτάδι. Έτσι όπως το ξημέρωμα. Ύστερα το σούρουπο και τέλος η νύχτα! Νύχτα άλλοτε αφέγγαρη, άλλοτε με μια πανσέληνο υπερήφανη και άλλοτε μ’ αυτό το βάρος του ουρανού, ίδιο με κείνο της μάνας, το γλυκό λίγο πριν υποδεχτεί τη χαρά της νέας ζωής!

Καθόταν η Μαίρη απόψε πάλι στο παγκάκι που ήξερε απ’ όταν ήταν παιδί. Το παγκάκι που στεκόταν καρφωμένο στον χωματόδρομο. Παιδί στα δέκα, σκαρφάλωναν μαζί με τα άλλα παιδιά πάνω του, πήδαγαν κι έτρεχαν κυνηγώντας το ένα τ’ άλλο. Γύρω στα δώδεκα κρυφοκοίταζαν με τις φίλες της τα ζευγαράκια. Στέκονταν πίσω από τα δύο μεγάλα πεύκα, δέκα μόλις μέτρα απ’ το παγκάκι, παρατηρώντας τα φιλιά του ζευγαριού. Φιλιά ατέλειωτα, παρατεταμένα! Χάδια απαλά ή επίμονα και επιθετικά. Κι όσα απ’ τα βράδια δεν φύσαγε ο άνεμος, άκουγαν τις ανάσες τους τεντώνοντας τα αυτιά τους μήπως πιάσουν κάτι από τους ψίθυρους.

Ποτέ δεν τα είχαν καταφέρει και τότε η περιέργεια φώλιαζε κι αγκαλιαζόταν με τις απορίες μες στο μυαλό τους. Τι ήταν εκείνα τα φιλιά στο στόμα; Πώς τα κορίτσια επέτρεπαν, εκεί στο παγκάκι της γειτονιάς τους, να αγγίζουν τα αγόρια τα πιο απόκρυφα, τα πιο δικά τους σημεία; Και τι σιγοψιθύριζαν; Ποτέ δεν άκουσαν, όμως λίγα χρόνια αργότερα η πράξη έσβησε τις απορίες τους.

Ήταν εκεί γύρω στα δεκαπέντε που τα απογεύματα, πριν το δικό τους ραντεβού με τον πρώτο αγαπημένο τους, τα κορίτσια δεν σκαρφάλωναν πια στο πράσινο παγκάκι, αλλά κάθονταν και αντάλλασαν τα δικά του κρυφά μεθυστικά μυστικά. Περιέγραφαν τη γλύκα του πρώτου φιλιού, κατέθεταν την απειρία τους για τα υπόλοιπα και κάποιες πιο προχωρημένες, έδιναν οδηγίες προς… ερωτευμένους!

Ωστόσο τα χρόνια είχαν περάσει και η Μαίρη, μάνα πια, χωρισμένη με παιδιά, υπολόγιζε εκεί στο ίδιο παγκάκι, τις χαρές, τις λύπες, τις αποτυχίες! Μέτραγε κάθε βράδυ μόνη που τέλειωσε με τα «αντα» και που είχε αρπάξει τρία χρόνια από τα πρώτα «ηντα» και που ήταν πιο μόνη από ποτέ.

Το άλλοτε φρεσκοβαμμένο πράσινο παγκάκι, σήμερα είχε το χρώμα του ξεφτισμένου ξύλου. Έτσι όπως και η ζωή της και η χώρα της και… χμ, τι νόημα είχε; Όσο έψαχνε με ξέφτια θα συγκρουόταν! Απόψε ήταν ίσως η πιο δύσκολη βραδιά της. Ίσως, επειδή μπορεί να της είχαν στήσει καρτέρι κι άλλες… Σήμερα είχε παραλάβει επίσημα το διαζύγιο της! Ένα απλό χαρτί, καθαρογραμμένο ωστόσο, μα εκείνη το έβλεπε σκοτεινό, μουτζουρωμένο, εχθρικό!

Μάιος! Ο ουρανός ξάστερος, το φεγγάρι; Χτες είχε πανσέληνο και ίσα που έλειπε ένα μικρό κομμάτι. Τα πεύκα ήταν ακόμα εκεί. Μπροστά της δεν ήταν πια χωματόδρομος, μα μια θορυβώδης λεωφόρος! Η εξέλιξη! Έφτιαχνε δρόμους, έκοβε δέντρα, εξαφάνιζε παγκάκια κι έσβηνε αναμνήσεις. Εκείνοι είχαν σταθεί τυχεροί. Είχαν καταφέρει στη γειτονιά τους να κρατήσουν το παγκάκι και τα δύο πεύκα. Όμως το μικρό πάρκο που τότε φιλοξενούσε το παγκάκι τους, είχε εξαφανιστεί έτσι όπως και τα όνειρα της! 

Απόψε που εκείνο το χαρτί είχε ακυρώσει τον έρωτα, την αγάπη και την οικογένεια, κάθισε στο παγκάκι της με άλλη διάθεση. Τρυφερή! Έτσι τη χαρακτήρισε και εντελώς αυθόρμητα χάιδεψε με τις παλάμες της το ξύλο. Σκληρό και άγριο, όπως η ίδια η ζωή, παρομοίασε. Δυο-τρεις ίνες ξύλου μπήχτηκαν στις άκρες των δαχτύλων της. Τις έβγαλε και ξεχώρισε μια στάλα αίμα. Πιπίλησε το δάχτυλο και βάλθηκε να ψάχνει, παρά το σκοτάδι, ίχνη από τα σκαλίσματα τόσων ανθρώπων που είχαν χαράξει την αγάπη τους επάνω του. Κάπου εκεί ήταν και τα χνάρια του δικού της έρωτα, μα ήταν σκοτεινά και πώς να τα ξεχωρίσει; Στο μπρελόκ των κλειδιών της κρεμόταν ένας μικρός φακός, θυμήθηκε. Αν είχε μπαταρία, αν ήταν τυχερή, κάτι θα έβρισκε. Και ήταν!  

Κώστα σ’ αγαπώ!  Κακοφτιαγμένα τα γράμματα, μια ταλαιπωρημένη καρδιά παρά δίπλα και: πολύ; Χα, δεν υπήρχε απάντηση στο ερώτημα του ερωτευμένου. Ίσως να ’χε σβήσει με τα χρόνια. Συνέχισε. Καρδιές σκαλισμένες με τόξα κάθετα, χοντροφτιαγμένα και αρχικά από ονόματα αγάπης. Κι όσο προχωρούσε διέκρινε τα: σε μισώ και οι καρδιές κατεστραμμένες πια, έκαναν το ξύλο πιο άγριο. Μα κάπου εκεί θα ήταν και το δικό τους στίγμα. Εκείνης και του Παναγιώτη. Πάνος! Μαίρη! Μ+Π= Αγάπη!     

Το βρήκε. Με δυσκολία το ξεχώρισε ανάμεσα στα άλλα. Ξεθωριασμένο, αλλά είχε παραμείνει και, τα δάκρυα θόλωσαν  τα μάτια της. Μ+Π= Αποτυχία! Αυτό ήθελε κι αυτό έπρεπε να γράψει. Να καταστρέψει κι αυτή με τα χέρια της εκείνη την Αγάπη που τη λογάριαζε για αιώνια και να συμπληρώσει την Αποτυχία! Μα δεν είχε κάτι αιχμηρό μαζί της… όμως και να ’χε, δεν είχε το κουράγιο πια.

Κι έμεινε εκεί στο παγκάκι που δεν ήταν πράσινο, ούτε λείο, φορτωμένη θλίψη και γλυκές αναμνήσεις. Εκεί πρωτογνωρίστηκαν με τον Πάνο. Καθόταν με τη Στέφη, την κολλητή της. Εκείνη της έλεγε για το πρώτο της ραντεβού χτες, για το φιλί που έκαιγε στο στόμα του Βασίλη, μα η Μαίρη κοιτούσε απέναντι τον Πάνο. Στεκόταν μόνος με την πλάτη ακουμπισμένη στον πέτρινο τοίχο της μονοκατοικίας.

«Ε, Μαίρη δεν μ’ ακούς; Α, κατάλαβα… ποιος είναι;»

«Δεν ξέρω. Από χτες με κοιτάζει. Είναι μεγαλύτερος, πρέπει να ’χει τελειώσει με το σχολείο.»

Και πριν τελειώσουν την κουβέντα τους με τη Στέφη, ο Πάνος είχε πλησιάσει και:

«Να κάτσω μαζί σας κορίτσια;»

Η Στέφη χαμογελαστή και ψύχραιμη, η Μαίρη αναψοκοκκινισμένη με την καρδιά της στο ρυθμό της σάμπας, του έκαναν χώρο. Τους συστήθηκε. Είκοσι λεπτά με τα  πόδια δρόμο έμενε. Απέναντι από το σχολείο τους. Όμως δεν είχε τελειώσει το σχολείο της περιοχής τους, γιαυτό δεν τον έβλεπαν. Ήταν πρωτοετής στην Αγγλική Φιλολογία, υπερηφανεύτηκε και, η Στέφη δήλωσε πως είχε μια δουλειά κι έφυγε κρυφογελώντας βιαστική.

Το φλερτ προχώρησε και ένα μήνα μετά, εκεί στο παγκάκι, δυο στενά απόσταση από το σπίτι της Μαίρης, γεύτηκε επιτέλους το πρώτο της ερωτικό φιλί κι ήταν υπέροχο! Τόσο υπέροχο που έγινε έρωτας κι έπειτα αγάπη και τέλος οικογένεια.

Και πού αλλού να πήγαινε απόψε η Μαίρη για να κλάψει την αποτυχία; Ακούμπησε την πλάτη της στο παγκάκι κι άφησε ελεύθερη την ψυχή της να ξεσπάσει σε δάκρυα πολλά, καυτά και αλμυρά…

«Τι έφταιξε;» Αναρωτήθηκε μονολογώντας.

«Η φθορά…» Πήρε την απάντηση και κοίταξε γύρω της. Κανείς δεν υπήρχε! Ψυχή δεν ήταν πλάι της, πίσω της, μπροστά της!

«Ποιος είσαι;» Ρώτησε τρομαγμένη ρουφώντας τη μύτη της.

«Η ζωή σου είμαι. Η αλήθεια και ο ρεαλισμός. Για κοίταξε γύρω σου, ψάξε μέσα σου και πες μου τι έμεινε όπως ήταν;»

«Η αλήθεια και ο ρεαλισμός; Τι εννοείς και ποιος είσαι επιτέλους; Με φοβίζεις…»

«Ο φίλος σου, το παρεάκι σου. Σε μένα καταλήγεις κι εσύ και τόσοι άλλοι. Απορώ μάλιστα που δεν με αναγνωρίζεις.  Λοιπόν, το παγκάκι σας είμαι!»

Τι παιχνίδια της έπαιζαν τα νεύρα της βραδιάτικα; Λες και το παγκάκι είχε ψυχή! Σηκώθηκε και ξανακάθισε στο λεπτό.

«Φυσικά κι έχουμε ψυχή, όμως αλλιώτικη από τη δική σας. Πιο ελεύθερη, αλλά και πιο ταλαιπωρημένη. Εμάς κανείς δεν μας ρωτάει αν μπορούμε, αν αντέχουμε τόσα βάσανα, τόσους ψεύτικους έρωτες, τόσες αποτυχημένες ζωές, ιδεολογίες, πολιτικές…»

Κι όμως το παγκάκι της μιλούσε μα, πάλι δεν μπορεί… Η ψυχή της κλονισμένη της έπαιζε παιχνίδια. Τρελαινόταν! Και μήπως είχε άδικο; Ο άνδρας της, ο Πάνος της, ο έρωτας, η αγάπη και ασφάλεια της, την άφησαν πέρσι τόσο ξαφνικά. Ήταν αλλού εδώ και καιρό, έτσι της είχε πει ψυχρά και πώς να το χωνέψει; Κι όμως ήταν αλήθεια. Τον άλλο μήνα θα ξαναπαντρευόταν. Της το είχε μεταφέρει η κόρη της που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Ο γιός της; Δύο μήνες πριν είχε φύγει για τη Γερμανία. Είχε τελειώσει πληροφορική και δω δεν θα ’χε στον ήλιο μοίρα, της έλεγε και είχε δίκιο.

Κι αυτή θα ’παιρνε πρόωρη σύνταξη του χρόνου. Έτσι υπολόγιζε, μα κρατώντας πριν το χαρτί, εκείνο το κατάλευκο-μουτζουρωμένο, είχε αλλάξει γνώμη. Αν άφηνε και τη δουλειά της…

«Λοιπόν; Όπως βλέπεις δεν είσαι εσύ μονάχα μες τα βάσανα. Εσύ έχεις μόνο τα δικά σου. Εγώ όλων σας! Χτες ήταν εδώ μια μάνα, ξένη, από άλλη χώρα. Χειρότερη από τη δικιά μας. Έτσι έλεγε στο παιδί της που ήταν δεν ήταν δεκατέσσερα κι έκλαιγε. Δεν ήξερε τη γλώσσα, δεν καταλάβαινε τίποτα στο σχολείο και τα άλλα παιδιά το βασάνιζαν με τις κοροϊδίες. Η μάνα αντί για παρηγοριά, έκλαιγε όπως εσύ τώρα. Είχε κι εκείνη τα δικά της. Τα μισά από τα σπίτια που καθάριζε, δεν την είχαν ανάγκη πια. Να βγει στη δουλειά, έλεγε στο παιδί της κι έπρεπε να έβλεπες τα μάτια του μικρού. Μεγάλα σαν μπαλόνια άνοιξαν.»

«Κι εσύ τι έκανες;»

«Τίποτα. Μόνο άκουγα. Δεν είχα λύσεις να προτείνω. Δεν υπάρχουν για όλα λύσεις ξέρεις… Για έλα μια φορά μετά τις τρεις. Αυτήν την ώρα εσύ κοιμάσαι στα ζεστά σου…»

«Να ’ξερες πόσες νύχτες έχω να κοιμηθώ…»

«Σε καταλαβαίνω, μα ξέρεις λίγοι είναι πια οι άνθρωποι που κοιμούνται ή που κοιμούνται ξέγνοιαστα. Παρ’ το απόφαση. Τη ζωή σας εσείς οι άνθρωποι τη χαλάσατε. Κανείς δεν σας έφταιξε αν το καλοσκεφτείς.»

«Ίσως έχεις δίκιο…»

«Ίσως; Για ξανασκέψου το. Όχι τώρα. Όταν θα είσαι στο σπίτι σου. Προσπάθησε να διακρίνεις τα λάθη και μέτρα τη ζωή σου ειλικρινά. Ψάξε τα γεγονότα απλά και όχι με εγωισμό και αλαζονεία.»

«Πού έκανα λάθος; Τον Πάνο τον αγαπούσα. Τα παιδιά μου τα ονειρευόμουν πάντα κοντά μας. Κοιτούσα στο μέλλον και μ’ έβλεπα ηλικιωμένη με τον Πάνο, τα εγγόνια μας, να προσφέρω βοήθεια στα παιδιά μας για να μεγαλουργήσουν στις καριέρες τους. Κι όμως όλα γκρεμίστηκαν. Ακόμα και η χώρα μας.»

«Δεν γκρεμίστηκε, την γκρεμίσατε Μαίρη. Κι όσο για την αγάπη σου με τον Πάνο… ψάξε και θα βρεις. Σου θυμίζω: εσύ ανέβηκες ψηλά στην τράπεζα. Μια θέση πριν τον διευθυντή κι εκείνος διοικεί μια αλυσίδα φροντιστηρίων ξένων γλωσσών. Πότε είχατε χρόνο για την αγάπη σας; Για τα όνειρα σας; Θυμάσαι που πριν χωρίσεις ακόμα, ερχόσουν εδώ σε μένα, επειδή ήσουν μόνη; Ο Πάνος γύριζε καθημερινά μετά τις δώδεκα. Γκρίνιαζες, σε άκουγα, μα ταυτόχρονα δόξαζες και τον Θεό σας που δεν σας έλειπε τίποτα…»

«Και ποιο είσαι συ που θα μας κρίνεις τόσο αυστηρά;»

«Το παγκάκι σου είμαι και μη θυμώνεις. Δεν σου παίζω το ξύπνιο. Αυτά τα αφήνω για σας τους ανθρώπους με τις σκλαβωμένες ψυχές. Εγώ έχω άλλα κριτήρια. Πριν από σένα, κάθονταν εδώ οι παππούδες και οι γιαγιάδες σας. Άλλες γενιές. Κι αν θες να μάθεις, εμένα μ’ έβαλαν εδώ σχεδόν αμέσως μετά τον πόλεμο…»

«Μετά τον πόλεμο; Κατάλαβα!»

«Τίποτα δεν κατάλαβες. Τότε οι άνθρωποι κάθονταν πάνω μου και δεν μίλαγαν για καριέρες, λεφτά και περιουσίες. Κι όσοι είχαν βιώσει τον όλεθρο του πολέμου, μιλούσαν για τον θάνατο, για τα χέρια τους που ήταν για χρόνια βουτηγμένα στο βούρκο και στο αίμα. Για τα μάτια τους που κοίταζαν θολά μέσα από τις λάσπες τον διπλανό τους σκοτωμένο. Τότε, για αυτούς η αγάπη και η ανθρωπιά είχαν άλλη διάσταση. Κάθονταν κι όσο κουβέντιαζαν, μοιράζονταν ένα ξεροκόμματο στα τρία ή στα τέσσερα κι ένα τσιγάρο άλλαζε χέρια μέχρι να γίνει μια… μια τόση δα γόπα…»

«Κι έτσι τα δικά μου δάκρυα, σου φαίνονται τιποτένια, μα πίστεψε με, δεν είναι…»

«Σε πιστεύω επειδή κι εσείς ζείτε έναν άλλο πόλεμο ή τουλάχιστον έτσι πιστεύετε.»

«Γιατί πόλεμος δεν είναι κι αυτός; Οικονομικός, κοινωνικός…»

«Εγωιστικός θα έλεγα. Πολεμήσατε την απλότητα. Ό,τι κι αν έχετε αποκτήσει σας φαίνεται λίγο. Ό,τι κι αν λέει ο άλλος, δεν το ακούτε, επειδή υπάρχει το «εγώ» σας. Εγώ, αυτό καταλαβαίνω κι έχω ακούσει και δει και θα δω ακόμα κι άλλα τόσα, άσχετα που δεν με υπολογίζει κανείς σας. Άλλοι περνάνε κι αφήνουν σκουπίδια πάνω μου. Χάρτινα ποτήρια, σακούλες πλαστικές, χαρτοπετσέτες… μόνο ο άνεμος με καταλαβαίνει όταν νευριασμένος σαρώνει τα πάντα από πάνω μου.»

«Ναι, έτσι είναι.»

Είπε η Μαίρη ντροπαλή, μη ξέροντας αν όλο αυτό που ζούσε ήταν αληθινό ή δημιούργημα της φαντασίας της. Ή ίσως κι ένα παιχνίδι του υποσυνείδητού της. Όμως ό,τι κι αν ήταν της άρεσε, την ηρέμησε. Είχε χαϊδέψει την ψυχή της! Τόλμησε μια-δυο ερωτήσεις ακόμα, μα τίποτα… Έτσι, κοντοστάθηκε λίγο πριν φύγει και σαν έφτασε στο σπίτι, άρπαξε εκείνο το λευκό χαρτί που δεν έμοιαζε πια μουτζουρωμένο και, το καταχώνιασε μέσα σ’ ένα συρτάρι…

                        

 

                                  Τέλος.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Η Μέλπω και το τηλεκοντρόλ!

«Έλα βρε Αντώνη, κλείσε πια την τηλεόραση…»
«Κι η τηλεόραση σου φταίει τώρα; Αν είναι να αλλάξω σπίτι.»
«Καλύτερα να αλλάξω εγώ, τουλάχιστον για την ώρα.»
Άρπαξε την τσάντα της η Μέλπω, βούτηξε κι ό,τι βρήκε στον καλόγερο για πανωφόρι και, μόνο έξω κατάλαβε ότι είχε πάρει του Αντώνη. Έξω η ψύχρα του Νοέμβρη φρεσκάρισε αυτόματα εκτός από το νου και το δέρμα της. Όσο για τους θορύβους της πόλης, πρώτη φορά της φάνηκαν ελκυστικοί συγκριτικά με την ηχορύπανση της τηλεόρασης μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Μα δεν ήταν πια το ίδιο της το σπίτι… όχι! Έξι χρόνια παντρεμένη με τον μεγάλο της έρωτα! Με τον ρομαντικό Αντώνη που δυστυχώς ως παντρεμένος είχε χάσει κάθε μόριο ρομαντισμού. Το πρωί πριν φύγουν για τη δουλειά τους, με ένα τέταρτο διαφορά ο καθένας, έπιναν τον καφέ τους βλέποντας τον Καμπουράκη ή τον Παπαδάκη και όλους όσους τέλειωναν σε: «ακη» και, «οπουλος» και «εας»…
Η ώρα τρεις η Μέλπω επέστρεφε μετά από ένα λεωφορείο, μετρό και δέκα λεπτά ποδαρόδρομο. Με την τσάντα να κρέμεται ακόμα στον ώμο της ετοίμαζε, τι άλλο; Το γεύμα τους! Στις τέσσερεις άκουγε τον χαρακτηριστικό ήχο του κλειδιού και αμέσως:
«Μέλπωωωω, ήρθα. Είσαι καλά; Πεινάω σαν λύκος!»
«Ετοιμάζω, σε δέκα λεπτά θα είμαστε έτοιμοι.»
Σε δέκα λεπτά ο Αντώνης με τις πιζάμες του και τη παντοφλίτσα του εμφανιζόταν στην κουζίνα, στον ίδιο χώρο με το καθιστικό. Κι ενώ στις αρχές δεν το είχε υπολογίσει, φανταστεί ή υποψιαστεί, η Μέλπω περίμενε να καθίσουν στο τραπέζι, να ανταλλάξουν δυο γλυκές τρυφερές κουβέντες, να εισπράξει ένα «μπράβο» για τις επιδόσεις της στη μαγειρική και… να μιλήσουν. Να πουν πώς πέρασαν την ημέρα τους, να κάνουν ένα σχέδιο για το βραδάκι. Όχι τίποτα σπουδαίο βρε αδελφέ… να, μια βόλτα με το αυτοκίνητο μέχρι τη Γλυφάδα. Ούτε δέκα λεπτά διαδρομή… Κι αν όχι με το αυτοκίνητο, να περπατήσουν πιασμένοι από το χέρι μέχρι το πάρκο της άλλης γειτονιάς. Είκοσι λεπτά με τα πόδια…
Εντούτοις πεντέμισι χρόνια τώρα παρακολουθεί τον Αντώνη να τρώγει διαβάζοντας την εφημερίδα του, ενώ συγχρόνως ο εχθρός, ο θορυβώδης, ανούσιος αλλά ωστόσο επικίνδυνος εχθρός, η τηλεόραση, να παίζει, να μιλάει, να ακούγεται, να υπάρχει… Ποιος το περίμενε; Αυτό το άψυχο παραλληλόγραμμο κουτί να εξελιχθεί σε εχθρό; Κανείς ή τουλάχιστον όχι η Μέλπω.
Έφτασε στο σπίτι της μάνας της πέντε λεπτά νωρίτερα, επειδή τα νεύρα της έδιναν μεγαλύτερες ωθήσεις στα πόδια της κι αντί να περπατάει, σχεδόν έτρεχε. Κοίταξε την ώρα. Έντεκα και μισή και Κυριακή. Σίγουρα θα μαγείρευε και ειδικά σήμερα, θα έτρωγε εκεί και θα άφηνε για πρώτη φορά τον Αντώνη μόνο και νηστικό! Ε, δεν πήγαινε άλλο, κάπως έπρεπε να αντιδράσει. Κάπως έπρεπε να εξολοθρεύσει τον εχθρό που είχε σπίτι της…
Στο μεταξύ ήταν η τρίτη φορά που είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάνας της. Πάνω στη βιασύνη της δεν είχε πάρει τα κλειδιά του σπιτιού των γονιών της. Παραξενεύτηκε, ξαναχτύπησε και, επιτέλους! Ο χαρακτηριστικός βόμβος της πόρτας! Έσπρωξε, κάλεσε το ασανσέρ και έφτασε στον τρίτο. Ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ έμεινε άναυδη. Φωνές ανακατεμένες με τους ήχους της τηλεόρασης είχαν κυριολεκτικά αναστατώσει όλο τον τρίτο όροφο και, ναι… η ηχορύπανση προερχόταν από το διαμέρισμα των γονιών της!
Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του διαμερίσματος, περίμενε, ξαναχτύπησε και, την τέταρτη φορά της άνοιξε ο πατέρας της.
«Καλώς την…»
«Τιιιι;»
«Δεν σε άκουσα Μέλπω… τι μου είπες;»
Η Μέλπω πέρασε μέσα, έκλεισε αργά την πόρτα και προχώρησε προς την κουζίνα που ήταν κι αυτή στον ίδιο χώρο με το καθιστικό και που η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών και που η μάνα της καθόταν αποχαυνωμένη παρακολουθώντας τα ζώδια. Άρπαξε η Μέλπω το τηλεκοντρόλ και… η ησυχία, η έλλειψη θορύβου προκάλεσε γκριμάτσες στα πρόσωπα των γονιών της. Γκριμάτσες που άλλαζαν με ταχύτητες του φωτός. Της μητέρας της την αποχαύνωση, αντικατέστησε η χλομάδα του υπέρμετρου εκνευρισμού καταγεγραμμένη σε ένα δολοφονικό βλέμμα στραμμένο στον δύστυχο πατέρα της. Εκείνου πάλι το άγριο βλέμμα του θυμού, είχε αυτόματα μετατραπεί σε ένα αγγελικό χαμόγελο. Όσο δηλαδή μπορεί να είναι αγγελικό το χαμόγελο της εκδίκησης. Ναι, έτσι κοιτούσε τη μάνα της. Ήταν σαν να της έλεγε: «σ’ τη φέραμε κυρά Βούλα… άρπα την!»
«Έχεις ξεφύγει τελείως Αλκιβιάδη… τελείως! Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Από πότε αποφασίζεις να μου κλείνεις την τηλεόραση; Έλεγε το ζώδιο του παιδιού για όλη την εβδομάδα και το ’χασα… Είσαι με τα καλά σου; Αν δεν σου αρέσει να σηκώνεσαι και να φεύγεις, άκουσες; Να φεύγεις!»
«Μαμά, εγώ έκλεισα την τηλεόραση. Εγώ, όχι ο μπαμπάς…»
Μέχρι που τη λυπήθηκε η Μέλπω έτσι που είδε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα από την… μάλλον απόγνωση. Ακόμα και οι ρυτίδες που πλαισίωναν το χαμόγελο της βάθυναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
«Πότε ήρθες Μέλπω; Γιατί δεν είσαι με τον Αντώνη Κυριακάτικα; Τι συμβαίνει;» Μόλις και, μάλιστα γρήγορα είχε βρει την αυτοκυριαρχία της και συνέχισε:
«Εγώ όπως βλέπεις…»
«Σταμάτα. Έχεις καταλάβει πόσο δυνατά παίζει η τηλεόραση; Όλη η πολυκατοικία έχει αναστατωθεί…»
«Επειδή γκάριζε ο πατέρας σου που με καταπιέζει. Ούτε τηλεόραση δεν μ’ αφήνει να βλέπω.»
«Κι αν τον καταπιέζεις εσύ; Τον ρωτάς αν θέλει να βλέπει τα κάτασπρα σαν μάρμαρο δόντια της παρουσιάστριας και ν’ ακούει τη φωνή της; Τον ρωτάς αν αντέχει να τη βλέπει  να χασκογελάει δίχως λόγο, να μαγειρεύει αηδίες να…»
«Να πάει σε άλλο δωμάτιο να μη βλέπει και να μην ακούει…»
«Η τηλεόραση σου ακούγεται σ’ όλη την πολυκατοικία, το άλλο δωμάτιο θα τον γλυτώσει;»
«Έλα μια καθημερινή να δεις τι γίνεται. Όλες οι τηλεοράσεις παίζουν στη διαπασών. Όπως ακούω εγώ των άλλων, ας ακούν κι αυτοί τη δικιά μας. Κοιμούνται ακόμα τα πουλάκια μου… είναι Κυριακή βλέπεις. Κι εσύ γιατί δεν είσαι σπίτι σου;»
«Γιατί κι εκεί η τηλεόραση παίζει. Ήρθα εδώ να ηρεμήσω και…»
«Να σηκωθείς και να πας στον άντρα σου που…»
Ο ήχος της πόρτας που έκλεισε, έκοψε την πρόταση της κυρά Βούλας στη μέση. Ύστερα ακόμα ένας και έμεινε μόνη. Έφυγε κι ο Αλκιβιάδης!
 «Ε, πάει τρελάθηκαν όλοι Κυριακάτικα!»
Μονολόγησε και πήρε το τηλεκοντρόλ…



Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Τα όνειρα δεν τελειώνουν ποτέ!

Και σήμερα που ο καιρός νευρίασε, που βρέχει καταρρακτωδώς λες κι ο Θεός βάλθηκε να ξεβρομίσει όλα τ’ άπλυτα της γης, σήμερα που ο άνεμος ξεθύμανε στα ξεραμένα φύλλα και σκουπίδια της πόλης, σήμερα η Βίκυ ήταν που αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τα δικά της.
Η τηλεόραση έπαιζε όπως πάντα! Η τηλεόραση! Μια μικρή διακοπή για διαφημίσεις κι αυτόματα ο ήχος γινόταν πιο δυνατός, έτσι ώστε να κάνει σωστά τη δουλειά της. Την πλύση εγκεφάλου δηλαδή κι ύστερα ξανά η πρωινή απαισιόδοξη μουρμούρα. Το ανύπαρκτο μέλλον, το τέλος της ευημερίας και, οι ομιλούντες δημοσιογράφοι και πολιτικοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι με κείνο, το ίδιο ύφος της δήθεν θλίψης. Πιο μέσα όμως, η Βίκυ το είχε διακρίνει καιρό τώρα, διαγραφόταν ένα χαμόγελο. Ένα πονηρό χαμόγελο! Όσο υπήρχαν δυσοίωνες ειδήσεις, αυτοί είχαν σίγουρη την καλοπληρωμένη καρέκλα τους στο κανάλι. Οι ίδιοι και οι ίδιοι για χρόνια! Ξεκίνησαν νέοι και σήμερα μεσήλικες, καρφωμένοι στην ίδια καρέκλα υποστηρίζουν δήθεν τα προβλήματα του κόσμου ή του κοσμάκη ή του λαού, λες κι αυτοί ανήκουν στους άλλους… του ποιους άραγε;
Πήρε το τηλεκοντρόλ και την έκλεισε. Οριστικά τούτη τη φορά. Το υποσχέθηκε εκείνη τη στιγμή στον εαυτό της. Η ησυχία απλώθηκε άμεσα στο άδειο μικρό διαμέρισμα και η Βίκυ συνειδητοποίησε τη μοναξιά. Ξεφύσησε παρατεταμένα δίνοντας χώρο στα πιεσμένα πνευμόνια της. Ε, ναι, λοιπόν, ήταν μόνη! Δύο ολόκληρα χρόνια μόνη και είχε κλείσει τα τριάντα εννιά! Συμπληρωμένα μάλιστα. Δυο μήνες πριν είχε τα γενέθλια της και δεν το ανακοίνωσε ούτε στην κολλητή της. Όχι γιατί έκρυβε τα χρόνια της, όχι! Επειδή δεν ήθελε να τα γιορτάσει. Ο Στέφανος την είχε αφήσει. Ο έρωτας, η αγάπη και ασφάλεια της, ήταν αλλού… Αγαπούσε έξι μήνες άλλη. Ό,τι έκαναν τόσα χρόνια μαζί, τώρα τα ξαναζούσε με την άλλη.
Άνοιξε το συρτάρι, το τρίτο απ’ τα ντουλάπια της κουζίνας που ήταν στον ίδιο χώρο με το καθιστικό στο μικρό της διαμέρισμα και, άρπαξε για πολλοστή φορά το λευκό χαρτί. Το επίσημο και καθαρογραμμένο που επιβεβαίωνε τη διάλυση του γάμου τους. Το διαζύγιο! Έτσι λοιπόν τελειώνουν οι αγάπες; Έτσι γκρεμίζονται τα όνειρα; Έτσι αλλάζει πορεία το δήθεν χτισμένο μέλλον; Έτσι μ’ ένα ψυχρό χαρτί; Της το είχε πει κι η κολλητή της στη δουλειά, όταν της τα ’λεγε. Η Φωτεινή. «Α, καλά… εκεί είσαι ακόμα; Δηλαδή τι νόμιζες ρε Βικάκι; Ότι φόρεσες νυφικό, ευλογήθηκες απ’ τους παπάδες και καθάρισες με την αγάπη, με τη ζωή και με το μέλλον;»
Την είχε κοιτάξει περίεργα η Βίκυ τη Φωτεινή. Σαν ον άλλου πλανήτη και η απάντηση βγήκε καθυστερημένα. «Ναι, το πίστευα, κακό είναι;» «Αφελές!» Και την κουβέντα είχε διακόψει ο πρώτος πελάτης που μπήκε στο μαγαζί που δούλευαν.
Σήμερα Κυριακή, δεν δούλευε κι ούτε είχε να μαγειρέψει για να φάνε με τον Στέφανο που δεν ήθελε ακόμα παιδιά. Ούτε σιδέρωμα είχε κι ούτε λόγο να κρατήσει νοικοκυρεμένο το σπίτι τους. Άλλωστε τώρα ζούσε σ’ αυτό που είχε κληρονομήσει, το μοναδικό, από τη μάνα της κι ίσα που χώρεσε έναν καναπέ στο καθιστικό κι ένα μονό κρεβάτι στην κρεβατοκάμαρα. Το τραπεζάκι στην κουζίνα ίσα που έφτανε για ένα σερβίτσιο φαγητού…
Ε, λοιπόν ναι! Ήταν αφελής. Δίκιο είχε η Φωτεινή. Είχε πιστέψει και στον Στέφανο και στις σπουδές της. Ο Στέφανος είχε το θράσος μετά από δώδεκα χρόνια σχέσης και έξι χρόνια γάμου, να της ζητήσει τα μισά από τα έπιπλα. Μαζί τα είχαν πληρώσει λέει και, σκόπευε γρήγορα να ανοίξει καινούριο σπιτικό. Άσε που και οι εποχές ήταν δύσκολες… το κάθαρμα!
 Μόνο την τηλεόραση διεκδίκησε η Βίκυ. «Να τα κρατήσεις όλα βρε ηλίθιε! Εγώ πού να τα βάλω; Λες και δεν ξέρεις το σπίτι της συχωρεμένης της μάνας μου…» Συμφώνησε, κοιτάζοντας την ωστόσο σαστισμένος με τη βλακεία του, υπέθεσε η Βίκυ.
Έτσι λοιπόν είχε κρατήσει μόνο την τηλεόραση που μόλις είχε απαρνηθεί. Όσο για τις περίφημες σπουδές της; Θεολογία είχε σπουδάσει κι ακόμα περίμενε τον περιβόητο ΑΣΕΠ που τελικά το είχε πάρει απόφαση: Από κει δεν είχε πια τίποτα να περιμένει. Πωλήτρια λοιπόν σε κατάστημα ακριβών επώνυμων ενδυμάτων και, οι δουλειές είχαν κατρακυλήσει πλησιάζοντας μέρα με τη μέρα το μηδέν.
Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή ακριβώς που είχε αφήσει τη ματιά της στις δύο φωτογραφίες που έστεκαν στη στενόχωρη βιβλιοθήκη, μπροστά από τα παρατεταγμένα βιβλία της. Στη μία ήταν εκείνη στα δεκαεπτά και στην άλλη… την είχε τραβήξει ο Στέφανος ένα Καλοκαίρι στη Ζάκυνθο. Έβγαινε από την παραλία με τα μαλλιά της βρεγμένα, το κορμί της μαυρισμένο και την ευτυχία αποτυπωμένη στα μάτια και το χαμόγελο της.
«Έλα Φωτεινή μου τι κάνεις;»
«Μαγειρεύω και το μεσημέρι σε περιμένω. Θα είναι κι ο Κώστας…»
«Εκτός που βρέχει, δεν σκοπεύω να κάνω το φανάρι.»
«Θα φέρει και τον Γιάννη, τον κολλητό του, εκείνον που σου άρεσε κι ας ήσουν ακόμα παντρεμένη με τον άνδρα της ζωής σου… Έκπληξη!»
«Δεν έχω κέφι.»
«Έχω όμως εγώ. Λοιπόν ντύσου, στολίσου και δεν δέχομαι άλλη κουβέντα.»
Της το ’κλεισε και η Βίκυ έβαλε τα γέλια. Ο Γιάννης! Από πού τον ξετρύπωσε; Χαμογέλασε ξανά και κοίταξε γύρω της. Δεν είχε μαγείρεμα, σιδέρωμα, σιγύρισμα… Δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν. Ήταν ελεύθερη! Έτρεξε στο μπάνιο κι έμεινε κάπου μισή ώρα στην μπανιέρα. Χρόνια είχε να απολαύσει το μπάνιο της χαλάρωσης, διαπίστωσε. Μισή ώρα μετά, παρά τη βροχή και τον άνεμο, η Βίκυ που δυο χρόνια είχε να νιώσει τόσο ελκυστική, σταμάτησε ένα ταξί. Έδωσε τη διεύθυνση στον οδηγό κι άρχισε πάλι να κάνει όνειρα!
 Πού ξέρεις ίσως το απόγευμα με φέρει ο Γιάννη στο σπίτι μου…

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

O Πετρής και η ανεργία

Ο Πετρής, έτσι τον φώναζαν οι δικοί του απ’ όταν ήταν παιδί, έφτασε τα τριάντα επτά. Σήμερα Τετάρτη πρωί ξύπνησε, δηλαδή για να ξυπνήσει έπρεπε πρώτα να είχε κοιμηθεί, τρομαγμένος. Εδώ και καιρό ήταν φοβισμένος, μα από σήμερα ο φόβος εξελίχθηκε σε τρόμο τελεσίδικα, σκεφτόταν, αγγίζοντας αφηρημένος τις σκόρπιες λευκές τρίχες στα μαλλιά του.
Από σήμερα ήταν άνεργος. Ένα ακόμα συν στο μεγάλο νούμερο των ανέργων! Δεν είχε πει τίποτα χτες βράδυ στην Ευαγγελία. Ήταν η αγαπημένη του. Ντρεπόταν! Έξι μήνες πριν είχαν γνωριστεί κι εκείνος υπερηφανευόταν για τα πτυχία του, τρία τον αριθμό και την υπεύθυνη δουλειά του στο ιδιωτικό Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ήταν καθηγητής Ψυχολογίας!
Ούτε τους γονείς του είχε ενημερώσει. Η μάνα του θα του τηλεφωνούσε αργότερα. Γύρω στις επτά το απόγευμα, συνήθιζε. Θα τον ρώταγε πώς πέρασε η ημέρα του, αν είχε κανά απρόβλεπτο με τους φοιτητές του, αν είχε φάει, αν…
Έβαλε να γίνεται καφές και άναψε τσιγάρο. Χτες το μεσημέρι είχε προμηθευτεί ξανά ένα πακέτο, μετά από έξι ολόκληρους μήνες. Το είχε κόψει. Ήταν μια πρόκληση για να αποδείξει στην Ευαγγελία ότι είχε τη δύναμη να το κάνει. Μα τώρα δεν είχε πια νόημα. Η ζωή του άλλαξε ρότα από τη στιγμή που τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του.
«Κύριε Κωνσταντινίδη, όταν τελειώσετε το μάθημα της τελευταίας ώρας σας θέλω στο γραφείο μου.»
Το σκεφτόταν συνεχώς και για πρώτη φορά ήταν αφηρημένος στο μάθημα. Καιρό τώρα ακούγονταν διάφορα ανήσυχα σχόλια. Οι φοιτητές είχαν μειωθεί, ενώ αρκετοί από όσους είχαν απομείνει χρωστούσαν ακόμα τα δίδακτρα της περσινής χρονιάς! Κι ύστερα το μισάωρο στο γραφείο του διευθυντή… Ένα μισάωρο θλιβερό και όλο φιλοφρονήσεις. Ήταν λέει, από τους καλύτερους νέους καθηγητές, μα… Ούτε τα μισά δεν άκουγε απ’ όσα ψεύτικα του έλεγε ο διευθυντής. Ίσως όμως και να μην ήταν ψεύτικα. Τι θα έκανε αλήθεια; Πώς θα αντιμετώπιζε την περίπτωση αν ήταν αυτός στη θέση του διευθυντή; Άφησε αναπάντητο το ερώτημα. Δεν είχε νόημα μια και δεν ήταν στη θέση του κυρίου διευθυντού κι ούτε θα ήταν ποτέ.
Τέλειωσε τον καφέ κι έκανε εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση της απόγνωσης. Πέρασε τις παλάμες του από το πρόσωπο του κι ύστερα κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα του μικρού του διαμερίσματος. Έμεινε όρθιος εκεί, παραδομένος στις σκέψεις του. Ήταν τόσο υπερήφανος όταν το νοίκιασε! Ανεξάρτητος, με τα δικά του χρήματα, τα δικά του λιγοστά έπιπλα από το ΙΚΕΑ, τη δική του ζωή!
Ο Φλεβάρης είχε έξι σήμερα κι έξω τα σύννεφα σχημάτιζαν σχέδια στον ουρανό, πρόσεξε. Τα παρακολουθούσε κι έκανε όπως όταν ήταν παιδί. Προσπαθούσε να διακρίνει σχήματα, μα ούτε κι αυτό γινόταν σήμερα. Ωστόσο μέχρι το μεσημέρι τα σύννεφα είχαν καλύψει όλα τα κενά και το ουράνιο στερέωμα έγινε εκείνο το σκούρο γκρι της θλίψης. Σε λίγο θα έβρεχε.
Ο ήχος του κινητού πρώτα τον ξάφνιασε και ύστερα τον άγχωσε. Ευαγγελία και ένα θαυμαστικό είχε παρουσιαστεί στην οθόνη. Μα βέβαια η ώρα ήταν περασμένη και το τετράωρο της στο πολυκατάστημα που εργαζόταν, παρά του ότι είχε τελειώσει το Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, είχε τελειώσει. Ήταν ακριβώς ή ώρα που είχε ένα κενό στη δουλειά του και επικοινωνούσαν. Χμ, μία κενή ώρα … από σήμερα θα είχε ατέλειωτες ώρες που θα ήταν κενές!
«Πετρή τι έχεις; Δεν μου ακούγεσαι καλά;»
«Ναι, δεν είναι κι η καλύτερη μου μέρα Ευαγγελία…»
«Τι συνέβη αγάπη μου;»
Συνέβη που τίποτα δεν ήταν όπως χτες και πιθανόν να μην ξαναγινόταν, ήθελε να της πει, μα:
«Θα τα πούμε από κοντά γλυκιά μου.»
«Άρα κάτι συμβαίνει και δεν μπορώ να περιμένω μέχρι το βράδυ Πετρή.»
«Α, δεν χρειάζεται να περιμένεις τόσο. Έλα και τώρα αν θες απ’ το σπίτι.»
«Δεν είσαι στη δουλειά σου; Πετρή μου είσαι καλά; Μήπως…»
«Σε περιμένω Ευαγγελία.»
Κι όση ώρα την περίμενε συνέχιζε όρθιος να σκέφτεται. Πώς να της πει ότι είχε χάσει τη δουλειά του, ότι ήθελε χρόνο να ξαναχτίσει ελπίδες, ότι δεν έβρισκε κουράγιο να ψάχνει για άλλη δουλειά και, κυρίως πώς να αντέξει την αλήθεια; Ναι, την αλήθεια πως δουλειά σ’ αυτή τη χώρα, αυτή την εποχή και για τις επόμενες εποχές, γύρευε πόσες, δεν θα έβρισκε.
Και το μυαλό με τα απείθαρχα καμώματα του, άρχισε να σκαλίζει τα παλιά. Που ήταν πάντα ο πρώτος μαθητής, που τον μεγάλωσε η γιαγιά του επειδή η μάνα του δούλευε πωλήτρια στο Μινιόν, που ο πατέρας του δούλευε ταξί, που τα ’φερναν δύσκολα βόλτα, όμως καμάρωναν τον γιό τους! Ήταν ο πρώτος μαθητής κι έπρεπε να τον σπουδάσουν και τα κατάφεραν.
Το είχαν γλεντήσει στη γειτονιά όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο κι εκείνο το βράδυ μάτι δεν είχε κλείσει ο Πετρής. Από ευτυχία και από τα όνειρα που σπρώχνονταν μες το μυαλό του για να βρουν χώρο. Μα ήταν τόσα πολλά που χώρο δεν έβρισκαν.  Είχε τελειώσει στην ώρα του, συνέχισε δυο χρόνια μεταπτυχιακά, πέτυχε στο ΙΚΥ υποτροφία για διδακτορικό, πήγε φαντάρος ένα χρόνο κι ύστερα τέσσερα χρόνια στο Παρίσι!
Όλοι δρόμοι φαίνονταν ανοιχτοί μπροστά του τότε και, η απόλυτη ευτυχία και υπερηφάνεια ήταν φανερή στα κουρασμένα μάτια των γονιών του. Μόνο που τα όνειρα που κάποτε στριμώχνονταν να βρουν χώρο, τώρα ένα-ένα είχαν πάψει να είναι όνειρα. Είχαν εξελιχθεί σε μια οδυνηρή πραγματικότητα και, το χειρότερο δεν υπήρχε χώρος για καινούρια.
Σήμερα έπρεπε να βιώσει την αγωνία της επιβίωσης, να διαχειριστεί την πίκρα που θα έβλεπε στα μάτια των γονιών του και να φρενάρει τα όνειρα της Ευαγγελίας. Μαζί τα έκαναν. Τον άλλο μήνα, τα είχαν βάλει κάτω κι έβγαιναν κουτσά-στραβά, θα συγκατοικούσαν. Άλλωστε η κοπέλα έλπιζε σε μια καλύτερη δουλειά, αφού εκείνος την είχε πετύχει ήδη…
Κι έξω η βροχή σιγοντάριζε τη δική του στεναχώρια. Κατ’ αρχήν χρωστούσε τις δόσεις για το μικρό του αυτοκίνητο, στο τραπέζι ξεχώριζε το λευκό χαρτί των κοινοχρήστων και τα τελευταία χρήματα που θα έπαιρνε από τη δουλειά του, ίσα που έφταναν για τρία νοίκια. Και με την Ευαγγελία έπρεπε να χωρίσει. Η κοπέλα ήταν είκοσι επτά ετών και κόντρα στα σχέδια τους, θα έπρεπε να συνεχίζει να ζει με τους δικούς της στην Κυψέλη. Κι αυτός πάλι στο εξήντα πέντε τετραγωνικών των γονιών του. Εκεί  θα μετακόμιζε αναγκαστικά.

Τρείς μήνες μετά τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ο Πετρής είχε περισσότερες λευκές τρίχες στα μαλλιά του, δυο-τρείς, πρόωρα, βαθιές ρυτίδες είχαν προστεθεί στο πρόσωπο του, τις δόσεις του αυτοκινήτου πλήρωναν οι δικοί του, ενώ οι πινακίδες είχαν κατατεθεί στο υπουργείο και η Ευαγγελία είχε φύγει για την Ολλανδία.
Όταν θα έβρισκε άκρη εκεί θα πήγαινε κι ο Πετρής, ήταν το σχέδιο… Μόνο που ο Πετρής είχε αλλάξει. Δεν ήταν ο ίδιος χωρίς ελπίδα. Δυο μήνες ακόμη θα προσπαθούσε και μετά θα διάβαζε για να βγάλει επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Θα δούλευε ταξί.
«Μα δεν βγαίνει ούτε το μεροκάματο παιδί μου κι ύστερα ξέρεις τι διάβασμα θέλει για να βγει αυτό το δίπλωμα; Τι ξέρεις εσύ από μηχανές αυτοκινήτων;»
«Τόσα πτυχία πήρα ρε πατέρα διαβάζοντας. Τόσα χρόνια αυτό είναι που ξέρω καλύτερα. Να διαβάζω για να παίρνω κωλόχαρτα…»
«Ποτέ δεν πάει η μόρφωση χαμένη Πετρή…»
«Έτσι λες ε;»
Του πέταξε και βγήκε έξω. Καθημερινά πάνω-κάτω τις ίδιες κουβέντες έκαναν με τον πατέρα του και η μάνα του καθόταν αμίλητη και τους άκουγε και μόνο όταν έφευγε ο Πετρής, ρωτούσε τον άνδρα της:
«Πού πάει κάθε μέρα τέτοια ώρα το παιδί; Φεύγει πρωί και γυρίζει πάντα αργά. Πολύ αργά. Προχτές γύρισε ξημερώματα…»
«Δεν ξέρω Αμαλία και δεν είναι παιδί. Άνδρας είναι και περνάει δύσκολα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του…»
«Απ’ ότι φαίνεται το βάζει μα δεν ξέρει κι αυτός πού και πώς…»
«Τι είπες;»
«Τίποτα.»
Τους δύο πρώτους μήνες έτρωγε άκυρα ο Πετρής. Για πωλητής σε πολυκατάστημα ήταν μεγάλος εκτός από άπειρος και στις μια- δυο επιχειρήσεις που ζητούσαν αγγλικά και υπολογιστές, είχε πολλά προσόντα… Στις εφημερίδες επικρατούσε σε ζήτηση το επάγγελμα του πλασιέ χωρίς μισθό, αλλά με ποσοστά για την προώθηση κάποιων προϊόντων που ούτε γνώριζε, ούτε καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. Κι έτσι είχε σταματήσει να ψάχνει. Άλλωστε είχε πάρει την απόφαση του. Θα δούλευε ταξί. Λίγο χρόνο ακόμη ήθελε για να νιώσει ψυχολογικά έτοιμος και θα άρχιζε μαθήματα.
Ωστόσο μέχρι τότε το σπίτι του δεν τον χωρούσε ή μάλλον η ζωή αυτή δεν τον χωρούσε. Δεν είχε δουλειά και άρα ούτε χρήματα, ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια, σύντροφο… Όσο έψαχνε όλο κι έβρισκε όλα όσα δεν είχε και σήμερα πηγαίνοντας πάλι στο ίδιο μικρό πάρκο στη Ν. Σμύρνη, πήρε την απόφαση να πάψει να σκέφτεται. Θα συνέχιζε τη νεοαποκτηθείσα συνήθεια του, δίχως τις παρεμβολές των δυσοίωνων σκέψεων. Ούτως ή άλλως δεν τον βοηθούσαν σε τίποτα. Μα μήπως και η καινούρια του συνήθεια-απασχόληση τον βοηθούσε σε κάτι; Όχι, όμως του άρεσε δίχως να ξέρει τον λόγο.
Κάθισε στο παγκάκι, το ίδιο κάθε ημέρα, άναψε τσιγάρο και στύλωσε τα μάτια του στην απέναντι πολυκατοικία. Ήταν εξαώροφη, με πολλά διαμερίσματα σε κάθε όροφο και τουλάχιστον εικοσαετίας. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ σήμερα. Ένας νέος, περίπου στην ηλικία του, υπολόγισε, ήταν ο πρώτος που βγήκε έξω.
Ο Πετρής σηκώθηκε αμέσως και με δυο δρασκελιές βρέθηκε ακριβώς πίσω του. Ο άγνωστος φορούσε ένα τριμμένο τζιν, ένα μπλουζάκι με μακριά μανίκια που κάποτε πρέπει να ήταν άσπρο, παπούτσια αθλητικά και ταλαιπωρημένα. Στον δεξιό του ώμο ήταν κρεμασμένος ένας πολύχρωμος τριμμένος σάκος. Προχωρούσε βιαστικός και ο Πετρής επιτάχυνε το βήμα του.
Αυτόν πρώτη φορά τον έβλεπε τις τελευταίες είκοσι ημέρες που παρακολουθούσε τυχαία τον πρώτο κάτοικο της πολυκατοικίας που έβγαινε στο δρόμο. Τις προηγούμενες δέκα παρακολουθούσε την ίδια γυναίκα. Ήταν αυτή που έβγαινε πρώτη εκείνη την ίδια ώρα που καθόταν στο παγκάκι απέναντι. Γύρω στα τριάντα πέντε, την είχε υπολογίσει. Εμφανίσιμη, καλοντυμένη, μ’ ένα μεθυστικό άρωμα πρωί-πρωί, περπατούσε κουνώντας επιτηδευμένα προκλητικά τους γοφούς της. Στη δουλειά της θα πήγαινε σίγουρα, πιθανολόγησε όση ώρα την παρακολουθούσε, προετοιμασμένος ότι θα την έχανε κάπου στη στάση του λεωφορείου ή σε κάποιο ταξί που θα σταματούσε.
Όμως όχι. Επι δέκα ημέρες περπατούσε κάπου ένα τέταρτο κι ύστερα σταματούσε πάντα στην ίδια γωνία. Άναβε τσιγάρο, φυσούσε τον καπνό αυτάρεσκα, κοιτούσε το ρολόι της και πριν καλά-καλά γίνει το τσιγάρο γόπα στο πεζοδρόμιο, ένα ακριβό αυτοκίνητο σταματούσε πλάι της. Εκείνη χαμογελούσε ανοίγοντας την πόρτα κι έμπαινε μέσα. Ο Πετρής ήταν βέβαιος ότι τα επόμενα δευτερόλεπτα, πριν το αυτοκίνητο ξεκινήσει, θα αντάλλασαν ένα φιλί. Ο οδηγός του αυτοκινήτου ξεκινούσε ανέκφραστος και το αυτοκίνητο χανόταν ανάμεσα στα άλλα.
Επί δέκα ολόκληρες ημέρες το ίδιο σκηνικό, με την ίδια ακρίβεια της ώρας, εκτός από σήμερα. Ο νεαρός στο μεταξύ προχωρούσε γρήγορα το πρώτο δεκάλεπτο και στη συνέχεια ελάττωσε την ταχύτητα που βάδιζε. Μισή ώρα μετά είχαν φτάσει στο Ν. Κόσμο κι ο νέος κατευθύνθηκε στο μετρό. Ο Πετρής δίστασε μόνο για μια στιγμή και στη συνέχεια τον ακολούθησε. Περίμενε δυο ανθρώπους πίσω του το συρμό και τον πήρε στο κατόπι.
Στην Ομόνοια τον είδε να ετοιμάζεται να κατέβει κι ο Πετρής ακολούθησε. Ο κόσμος έξω ήταν πολύς και για μια στιγμή φοβήθηκε πως θα τον χάσει, ωστόσο τα κατάφερε. Τον είδε να σταματάει σ’ ένα Γρηγόρη, παρήγγειλε καφέ κι ο Πετρής στάθηκε πίσω του. Ζήτησε μια τυρόπιτα παρακαλώντας μέσα του να μη φύγει ο άνθρωπος του και τον χάσει.
Δεν το έχασε. Στεκόταν έξω ακουμπώντας με την πλάτη του στον τοίχο. Ύστερα άναψε με αργές κινήσεις τσιγάρο κι έδειχνε να απολαμβάνει τις πρώτες γουλιές του καφέ του. Τελειώνοντας το τσιγάρο του, κοίταξε την ώρα και σαν κάπως αγχωμένος του φάνηκε ή ίσως και να ’ταν η ιδέα του. Μάλλον δεν ήταν, επειδή το χέρι του έτρεμε όταν άναψε το δεύτερο τσιγάρο στο καπάκι. Ο Πετρής στο μεταξύ είχε τελειώσει με την τυρόπιτα που μασούλαγε ανόρεχτα καλυμμένος πίσω από ένα ψυγείο γεμάτο αναψυκτικά που ήταν ακριβώς απέναντι και σε μικρή απόσταση από τον άγνωστο που στο μεταξύ είχε βγάλει το κινητό του.
Ο Πετρής πλησίασε κοιτάζοντας δήθεν τη βιτρίνα με τα μεταχειρισμένα κινητά κάθε είδους, δίπλα ακριβώς από τον άγνωστο. Έπρεπε να ακούσει τη συνομιλία.
«Τι έγινε; Μ’ έχεις στήσει το ξέρεις; Καταλαβαίνεις ότι δεν πρέπει…»
Αυτά μόνο είπε κι έκλεισε νευριασμένος το κινητό. Ο Πετρής σαν να ένιωσε ότι του έριξε μια ματιά ο άγνωστος και παρά του ότι μπορεί και να του φάνηκε, έσπευσε να μπει στο κατάστημα με τα κινητά. Έκανε τάχα ότι παρατηρούσε το εμπόρευμα, όμως με την άκρη του ματιού του συνέχισε να παρακολουθεί το «θήραμα» του. Τώρα ήταν νευριασμένος, δίχως αμφιβολία. Είχε πάψει να έχει την πλάτη στον τοίχο, είχε τσαλακώσει το χάρτινο ποτήρι του καφέ και το είχε πετάξει με αναίδεια κάτω. Ο Πετρής μπορούσε να παρατηρεί δίχως κίνδυνο τώρα, επειδή το άτομο του είχε γυρισμένη την πλάτη. Έτσι τον είδε να πατάει καταστρέφοντας πλήρως το άτυχο χάρτινο ποτήρι και να κατευθύνεται στο περίπτερο. Αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα που πριν καλά-καλά πάρει τα ρέστα, ένας άλλος, μεγαλύτερος ηλικιακά, τον πλησίασε από πίσω. Ο Πετρής πετάχτηκε έξω την ώρα που οι δυο άγνωστοι προχωρούσαν συζητώντας έντονα, αλλά τόσο σιγά που οι θόρυβοι της πόλης δεν του επέτρεπαν να κλέψει κάτι από τις κουβέντες τους. Μόνο δυο-τρείς φορές ένα: «μαλάκας», κατάφερε να ξεκλέψει που είχε ξεφύγει πιο δυνατά.
Συνέχιζε να τους παρακολουθεί σε απόσταση ασφαλείας, μέχρι που εισέβαλαν σε μια στοά. Ο Πετρής σταμάτησε. Αν έμπαινε εκεί μέσα θα τον υποπτεύονταν και η υπόθεση του μύριζε παρανομία. Ειδικά η φάτσα του άλλου που συνάντησε ο νεαρός δεν του άρεσε καθόλου. Έτσι έμεινε απέναντι παρακολουθώντας τους να συνομιλούν, ώσπου είδε τον νεαρό να ανοίγει τον ταλαιπωρημένο σάκο του, να κοιτάζει γύρω-γύρω κι ύστερα με την πλάτη γυρισμένη και οι δύο εμπλεκόμενοι πια, έκαναν κάποιες κινήσεις. Ο νεαρός κάτι έβγαλε από τον σάκο, τον έκλεισε, κάποια ακόμη συναλλαγή, ίσως και να ήταν χρήματα, άλλαξαν χέρια και οι δύο άγνωστοι βγήκαν από τη στοά και χωρίστηκαν δίχως ένα «γεια». Μάλιστα! Διακινούν ουσίες… πουλάνε θάνατο!
Ο νεαρός στάθηκε λίγα μέτρα μακριά από τη στοά που μόλις είχε βγει, κοίταξε δεξιά κι αριστερά αφηρημένος μια δυο φορές κι ύστερα το πήρε πάλι με τα πόδια. Περπάτησε για ώρες άσκοπα, μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα μαγαζιά κι όλα αυτά μέχρι τις έξι το απόγευμα. Ύστερα μπήκε στο μετρό, κατέβηκε στο Ν. Κόσμο κι ο Πετρής η ώρα επτά καθόταν μόνος στο παγκάκι του παρατηρώντας τον να μπαίνει στην πολυκατοικία. Γύρω στις δέκα η ψύχρα του Μάη, όπως και χτες σαν να τον ενοχλούσε, ωστόσο ήταν νωρίς να πάει σπίτι του. Ήξερε, σε λίγες ώρες θα έρχονταν οι δυο μεσήλικες άστεγοι. Μ’ αυτούς είχαν γνωριστεί. Ο Ηλίας κι ο Θανάσης.  Σαράντα πέντε και πενήντα αντιστοίχως. Άνεργοι επί δύο συνεχόμενα χρόνια. Ο Ηλίας εργαζόταν σε κατάστημα αυτοκινήτων που έκλεισε κι ο Θανάσης είχε τη δική του μικρή επιχείρηση. Καθαριστήριο ρούχων.

Κι ενώ ο Πετρής είχε σηκωθεί να ξεμουδιάσουν τα πόδια του η ώρα ένδεκα και μισή και να ζεσταθεί κάπως περπατώντας μια μικρή απόσταση μες το μικρό πάρκο, πήρε το μάτι του τον δικό του άγνωστο να βγαίνει. Χμ, ο πειρασμός ήταν μεγάλος κι απόψε δεν θα συναντιόταν με τους καινούριους φίλους του. Έτρεξε και σε δυο λεπτά ήταν δέκα μέτρα πίσω από τον άνθρωπο του. Δέκα λεπτά βάδιζε πίσω του, όταν αιφνιδιαστικά τον είδε να σταματάει στη μέση του δρόμου.
Ξαφνιάστηκε! Δεν είχε τίποτα εκεί τριγύρω που να δικαιολογούσε τη στάση του κι ώσπου να προχωρήσει το συλλογισμό του, τον είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του. Ο φόβος του Πετρή εκδηλώθηκε με τους γρήγορους, δυνατούς και ακατάστατους χτύπους της καρδιάς του, εντούτοις κράτησε την ψυχραιμία του, συνέχισε να περπατάει βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι στην τσέπη του. Έβγαλε το τσαλακωμένος πακέτο από τα τσιγάρα του και πριν προλάβει να ανάψει ένα, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον άγνωστο.
«Τι τρέχει φίλε; Τι ζητάς από μένα;»
Ο φόβος είχε κόψει την ανάσα και τη λαλιά του Πετρή. Τον κοιτούσε ίσα στα μάτια. Ήταν αρκετά νεώτερος από τον ίδιο πρόλαβε να σκεφτεί πριν φάει την πρώτη σπρωξιά.
«Σε ρωτάω ρε. Μπάτσος είσαι; Τι θέλεις από μένα. Από το πρωί σ’ έχω πάρει χαμπάρι, αλλά νόμιζα ότι είναι η ιδέα μου. Έλα λέγε…» Και τα λόγια του ακολούθησαν ακόμη μερικές δυνατές σπρωξιές που έκαναν τον Πετρή να χάσει την ισορροπία του.
«Δεν είμαι μπάτσος.» Του είπε κι ένιωσε τον λαιμό του ξερό.
«Τι είσαι τότε; Αλλά τι ρωτάω… μπάτσος είσαι, αλλά μαζί μου δεν θα τη βγάλεις καθαρή. Δεν ξέρεις πού έμπλεξες…»
«Αν ήμουν μπάτσος δεν θα είχα χάσει τη λαλιά απ’ το φόβο μου φίλε…» Είχε αρχίσει να βρίσκει κάπως την αυτοκυριαρχία του. Ο άλλος, το πρόσεξε στα μάτια του ο Πετρής, είχε καλμάρει.
«Ωραία, λέγε τότε τι είσαι και μη μου πεις ότι δεν με παρακολουθείς…»
«Όχι δεν θα σ’ το πω. Πράγματι σε παρακολουθώ, αλλά…»
«Αλλά τι ρε; Λέγε…» Κι άλλη σπρωξιά κι ύστερα ο άγνωστος έβαλε το χέρι του στο λαιμό του Πετρή με εμφανώς άγριες διαθέσεις. Ο Πετρής προσπάθησε μάταια να απελευθερωθεί από τα χέρια του κι ύστερα του έδωσε να καταλάβει όπως-όπως ότι δεν μπορούσε να του απαντήσει, όταν δυο χέρια ήταν τυλιγμένα στο λαιμό του. Ο άλλος τον άφησε, ο Πετρής προσπάθησε να βρει την ανάσα του βήχοντας κι όταν συνήλθε, άναψε επιτέλους ένα τσιγάρο. Ο άλλος τον κοιτούσε με άγριο βλέμμα κι ο Πετρής του πρόσφερε τσιγάρο που παραδόξως το πήρε.
«Θα μου πεις επιτέλους;» Και φύσηξε νευρικά τον καπνό.
«Θα σου φανεί αστείο, αλλά είμαι απλά άνεργος. Από ανία και απογοήτευση, αποφάσισα να παρακολουθώ κόσμο. Έτσι άσχετα, δίχως λόγο και δίχως σκοπό. Δεν έχω κακή πρόθεση, δεν θέλω να πειράξω κανέναν, απλά…»
«Σοβαρολογείς; Και θέλεις να σε πιστέψω;»
«Σοβαρολογώ κι αφού δεν είμαι μπάτσος, ένας καθηγητής σε κάποιο κολλέγιο ήμουν, δεν βλέπω το λόγο να μη με πιστέψεις. Τι άλλο να θέλω από σένα. Ούτε το όνομα σου ξέρω. Πρώτη φορά σε είδα σήμερα. Τις άλλες ημέρες παρακολουθούσα άσκοπα, μια γυναίκα που έβγαινε καθημερινά την ώρα που βγήκες εσύ σήμερα κι έτσι έπεσε σε σένα ο κλήρος.»
«Εκτός από μαλάκας μήπως είσαι και ανώμαλος; Τι είναι αυτά που λες; Δεν ντρέπεσαι;»
Ο Πετρής κατέβασε το κεφάλι ευγνωμονώντας το σκοτάδι που κάλυπτε το κόκκινο χρώμα στα μάγουλα του.
«Ντρέπομαι.» Ξεστόμισε τελικά. Ο άλλος, εμφανώς καθησυχασμένος, του πρότεινε να πάνε κάπου να τον κεράσει ένα ποτό. Ο Πετρής στην αρχή αρνήθηκε, μα ο άλλος τον πίεσε τόσο που στο τέλος δέχτηκε. Μισή ώρα αργότερα κάθονταν οι δυο τους στη μπάρα ενός συνοικιακού μπαρ, σιωπηλοί στο πρώτο ποτήρι ουίσκι. Στο δεύτερο ο Πετρής χαλάρωσε και τόλμησε ένα βλέμμα στον διπλανό του που τον κοίταζε κι αυτός.
«Λοιπόν φίλε, Νίκο με λένε και είμαι είκοσι οκτώ χρονών.»
«Πέτρος, Νίκο και, χάρηκα…»
«Πόσο χρονών είσαι;»
«Τριάντα επτά και χωρίς ελπίδα. Χμ, είδες πώς κατάντησα; Μέχρι πριν λίγους μήνες είχα δουλειά, ενδιαφέροντα, την ανεξαρτησία του μικρού διαμερίσματος που νοίκιαζα, τη φίλη μου, τους φίλους μου και την αξιοπρέπεια μου.»
«Κι εγώ πριν ένα χρόνο ήρθα στην Αθήνα για να μεγαλουργήσω. Από την Κόρινθο είμαι. Έλεγα θα βρω δουλειά και εν τέλει κατέληξα να σπρώχνω… κατάλαβες τι. Ήταν το μόνο που βρήκα. Και στην τελική γιατί όχι; Μήπως τα τέρατα που μας κυβερνάνε δεν κλέβουν;»
«Κλέβουν και, κυρίως κλέβουν ελπίδες, όνειρα και το μέλλον, όμως έτσι σκοτώνεις ζωές…»
«Τι κάνω;»
«Σκοτώνεις ζωές ρε Νίκο με τις ουσίες.»
«Χα, αυτό νόμιζες; Όχι ρε φίλε. Μικροκλέφτης είμαι. Βουτάω κι ό άλλος είναι σε κύκλωμα που σπρώχνουν τα κλεμμένα. Από αντικείμενα, έως ταυτότητες, διαβατήρια… ό,τι θες. Εγώ βγάζω ένα μεροκάματο και μόνο άμα πέσω σε πορτοφόλι με φράγκα μου δίνουν τα μισά.»
«Σε καταλαβαίνω μα δεν είναι λύση κι αυτή. Θα σε πιάσουν καμιά μέρα και θα βρεθείς στο φρέσκο.»
«Ε, και τι να κάνω; Έχεις καμιά ιδέα;»
«Όχι. Κι εγώ για ιδέες ψάχνω και σου ορκίζομαι δεν υπάρχουν. Λέω να γίνω ταρίφας.»
«Από καθηγητής; Εγώ τουλάχιστον ένα γυμνάσιο τέλειωσα και μια σχολή κομμωτικής. Γονείς; Στον κόσμο τους. Η μάνα μου την έχει κάνει απ’ όταν ήμουν παιδί κι ο πατέρας μου, έμαθα ότι τα τίναξε κάπου… δεν ξέρω πού κι ούτε τον γνώρισα. Η γιαγιά μου με μεγάλωσε στο χωριό κι εκεί δεν ξαναγυρίζω.»
«Γιατί δεν γίνεσαι ταρίφας;»
«Ούτε δίπλωμα οδήγησης έχω. Τι να το κάνω; Μήπως θα έχω ποτέ αυτοκίνητο;»
«Σωστά…»
Ο Πετρής και ο Νίκος, δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, κράτησαν μια φιλία. Μια φιλία που αντέχει ακόμη, άσχετα που Ο Πετρής τον Σεπτέμβρη είχε φύγει για το Παρίσι. Μετά τις προτροπές του πατέρα του, αλλά και του Νίκου, δέχτηκε να επικοινωνήσει με τους καθηγητές του στο Παρίσι κι εκείνοι τον παρότρυναν να συναντηθούν. Από τον Οκτώβριο θα δίδασκε ως βοηθός του καθηγητού του αρκετές ώρες την εβδομάδα στο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα τις ελεύθερες ώρες του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα Ελληνικών στα παιδιά των Ελλήνων που ζούσαν στη Γαλλία και οι γονείς τους επιθυμούσαν να ξέρουν τα παιδιά τους τη μητρική τους γλώσσα. Αυτά μάλιστα ήταν καλοπληρωμένα.
Με τον Νίκο επικοινωνούν συχνά και ο Πετρής δεν έχει πάψει να ψάχνει για άκρες εκεί στην ξένη χώρα, μήπως και πετύχει να βρει κάποια δουλειά για τον καινούριο φίλο του. Τελευταία, κάτι παίζει, του έλεγε με συγκρατημένη αισιοδοξία, επειδή κι εκεί υπάρχουν προβλήματα, στο χώρο της κομμωτικής. Το καινούριο φλερτ του Πετρή, είναι η κόρη ενός από τους διασημότερους κομμωτές της περιοχής που ζει ο Πετρής…





Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

χαμένες αγάπες.

Εκδόσεις Ωκεανός/ 2012                      
Πρόκειται για μια σύγχρονη, όχι πραγματική ιστορία, που ωστόσο θα μπορούσε να είναι αληθινή. Εντούτοις είμαι σχεδόν βέβαιη ότι όσοι με τίμησαν ή θα με τιμήσουν διαβάζοντας το βιβλίο, πιθανόν να βρουν κομμάτια από δικά τους βιώματα μέσα από τους σύγχρονους ήρωες μου.
Είναι η Άννα, η Αλίκη, η Δανάη, η Καλλιόπη, ο Νικητάκης, ο Νικόλας ο Μάρκος… Άνθρωποι καθημερινοί. Άλλοι πλούσιοι, άλλοι στην αναζήτηση της επιβίωσης κι άλλοι στον υπόκοσμο. Με λίγα λόγια έτσι ακριβώς όπως είναι η σύγχρονη κοινωνία. Η ιστορία τους είναι γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές. Οι ζωές τους γεμάτες από σωστά και λάθη. Κάποια από τα λάθη τους, καταλήγουν να είναι λάθη ζωής και, ξέρετε, η ζωή είναι σκληρή. Δεν συγχωρεί, μας περιμένει κάπου στη γωνία και δυστυχώς αργά ή γρήγορα πληρώνουμε το τίμημα.
Στις σελίδες του βιβλίου, άλλες φορές θα γελάσετε κι άλλες θα βρεθείτε να συμπάσχετε και να αγωνιάτε για την εξέλιξη της πορείας των ηρώων. Κυρίως όμως θα διακρίνετε τις σοβαρές επιπτώσεις της απόκρυψης της αλήθειας, όταν αυτή αφορά τους γονείς και τα παιδιά. Την οικογένεια! Έτσι ο τίτλος Χαμένες αγάπες δεν αφορά απλά την αγάπη από το σύντροφο στην σύντροφο ή του γονιού στο παιδί του, του φίλου στη φίλη, αλλά και τις προσδοκίες που αγαπήσαμε. Αυτές που ονειρευτήκαμε από παιδιά, αλλά στην πορεία χάθηκαν, τις χάσαμε; Θα το βρείτε τελειώνοντας το βιβλίο.
Δυο οικογένειες και μια γυναίκα μυστήριο αφορά η ιστορία μου. Του πλούσιου Νικητάκη, του βιοπαλαιστή Σχοινά και της ζωγράφου Δανάης Ιωάννου. Πρωταγωνιστές; Κυρίως τα παιδιά τους. Μυστικά, ψέματα, μισές αλήθειες θα τους εμπλέξουν σε μια μεγάλη περιπέτεια που δεν θα σας συνεπάρει απλώς, αλλά θα σας προβληματίσει. Είμαι βέβαιη πως προχωρώντας την ανάγνωση θα νιώσετε έντονα μέσα σας την αναζήτηση της δικαίωσης. Θα τη βρείτε; Χμ, όχι, δεν θα σας το πω, θα το ανακαλύψετε βήμα-βήμα φτάνοντας στην τελευταία σελίδα.
Οι Χαμένες αγάπες είναι μια ιστορία που την έγραψα περισσότερο με την καρδιά μου και, πιστέψτε με, δεν με κούρασε. Αντίθετα με λύτρωσε. Οι προβληματισμοί των ηρώων μου έγιναν και δικοί μου και τους χειρίστηκα σαν να ήμουν εγώ στη θέση τους. Φτάνοντας κάπου στο μέσον της συγγραφής πίστευα ότι η Αλίκη και η Άννα, ήταν φίλες μου. Μου έλεγαν τα προβλήματα τους κι εγώ από καρδιάς τους έδινα λύσεις, όπως κάνω με τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Στα πολύ δύσκολα οι ήρωες μου καταλήγουν στη θάλασσα, έτσι ακριβώς όπως συμπεριφέρομαι κι εγώ. Εκεί, συντροφιά άλλοτε με τα θυμωμένα κύματα και άλλοτε στην απόλυτη ηρεμία του γαλάζιου, θα δείτε να γαληνεύουν οι ψυχές τους και να βρίσκουν λύσεις στα αδιέξοδα με πρώτη ματιά, της ζωής τους.  Πιστέψτε με, όταν τέλειωσα μαζί τους άργησα να τους βγάλω από μέσα μου. Μου πήρε μισό χρόνο να αρχίσω να πλάθω μια καινούρια ιστορία και να αγαπήσω εξ' ίσου τους καινούριους μου ήρωες!

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Η δικαιοσύνη...

Καλημέρα, καλημέρα και καλή Κυριακή! Δύο ακόμα γεγονότα κράτησα την εβδομάδα που τελειώνει. Το ένα αφορά την αισχρή δολοφονία ενός νέου από το Πακιστάν. Πήγαινε νωρίς, πολύ νωρίς, στη δουλειά του και, βρέθηκε δολοφονημένος στη χώρα μας, από συμπολίτες μας! Ντρέπομαι, τρομάζω, θυμώνω… μαζεύονται πολλά συναισθήματα μέσα μου και πώς να τα καταθέσω; Δεν ήταν κατσαρίδα,
υπενθυμίζω, άνθρωπος ήταν. Ένα άνθρωπος δυστυχισμένος που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια πιο φτωχή ακόμα κι απ’ τη δικιά μας χώρα. Είχε ό,τι κι εμείς. Καρδιά, ψυχή, όνειρα, είμαι βέβαιη, μα πάνω απ’ όλα είχε μια μάνα κι έναν πατέρα κι αδέλφια ίσως…
       Το άλλο αφορά την υπόθεση της ζαρντινιέρας! Δεν ήταν αληθινές, κατά τους
αδέκαστους δικαστές, ως φαίνεται, τα όσα βλέπαμε στις ειδήσεις. Δεν τον χτύπαγαν
αυτόν τον νέο άνθρωπο. Όχι, τον χάιδευαν! Λάθος βλέπαμε, λάθος συμπεράσματα
βγάζαμε οι όσοι διαθέταμε κρίση, όραση και λογική. Έξω λοιπόν κι αυτοί. Έξω και
ατιμώρητοι. Ίσοι με μένα και με σας που δεν έχουμε πατήσει μερμήγκι στη ζωή μας!
      Τι να περιμένει κανείς στη κοινωνία μας; Σε μια κοινωνία που όλα δείχνουν ότι
ακόμα και ο θεσμός της δικαιοσύνης τα ’χασε; Έχει άλλους, πιο σκοτεινούς λόγους να δικάζει έτσι όπως; Δεν ενδιαφέρεται για τη δουλειά του; Δεν έχει καταλάβει
τη σοβαρότητα του ρόλου που επέλεξε να παίξει στη κοινωνία μας; Δεν αντιλαμβάνεται τα μηνύματα που θα έπρεπε από τη θέση του να στέλνει κυρίως στους νέους; Ή μήπως αδιαφορεί για όσους από εμάς σκεφτόμαστε και που δεν θέλουμε τα παιδιά μας να λαμβάνουν αυτού του είδους τα δυσνόητα μηνύματα;
                      Καλημέρα και πάλι, καλή Κυριακή και μια καλύτερη εβδομάδα!

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Οι παλιές γειτονιές μας

Σκέφτομαι συχνά την εξέλιξη των ανθρώπινων σχέσεων κι όσο το σκέφτομαι και άρα το αναλύω, απογοητεύομαι. Θυμάμαι παλιά τις γειτονιές, το καφεδάκι τα απογεύματα στις αυλές με τις διπλανές και τις παραδιπλανές κυρίες να συγκεντρώνονται, χαλαρές εκείνη την ώρα, από τις ευθύνες του νοικοκυριού. Τα παιδιά τους στο χωματόδρομο πιο κει να παίζουν ανέμελα, δίχως τον φόβο των αυτοκινήτων κι αυτές να κουβεντιάζουν τα συζυγικά τους προβλήματα, να δίνουν εύστοχες απαντήσεις η μια στην άλλη μέχρι το σούρουπο. Σήμερα... δεν υπάρχουν γειτονιές, δεν ξέρει ο ένας τον κάτοικο του διπλανού του διαμερίσματος. Πολύ συχνά ακούγονται από τους τοίχους οι φωνές ενός καυγά του ζευγαριού από κάτω, δίπλα, επάνω κι αν δεν είμαστε εμείς που καυγαδίζουμε, δυναμώνουμε τον ήχο της τηλεόρασης για να μην ακούμε, σηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους αδιάφοροι. Όσο για την ομαδική και άκρως επιτυχημένη ψυχοθεραπεία της γειτονιάς εκείνης της εποχής; Ε, αυτή την αντικαταστήσαμε με τον ουδέτερο επαγγελματία. Τον ψυχολόγο! Μας κοιτάζει σοβαρός, άλλοτε αδιάφορα ευγενικός, μας χαρίζει ένα από τα χαρτομάντηλα που στέκονται σε πρώτη ζήτηση στο γραφείο του για την ώρα που θα μας πάρουν τα κλάματα, κοιτάζοντας ωστόσο δικαριτικά μεν, αλλά φανερά δε, την ώρα. Η εξέλιξη μας καταδίκασε στη μοναξιά τελικά και η μοναξιά με τη σειρά της, μας κάνει μέρα τη μέρα κάτι σαν απάνθρωπους! Ίσως να είμαι υπερβολική, ίσως και απλά ρεαλίστρια, όμως ειλικρινής είμαι. Όλα, όσα προανέφερα, έτσι τα έχω εισπράξει και έτσι ακριβώς τα καταθέτω με θλίψη...

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

σε λίγο καιρό στα βιβλιοπωλεία.

Ο ήχος της λαμαρίνας που τσαλακωνόταν, ένιωσε να του διαλύει τον εγκέφαλο. Ύστερα το αυτοκίνητο πήρε δυο στροφές ακυβέρνητο και, μετά ησυχία. Ο Κωστής παρέμεινε ακίνητος προσπαθώντας να εκτιμήσει, αν μπορούσε, την κατάσταση. Δεν μπορούσε κι έτσι επικεντρώθηκε στα άκρα του. Τα κινούσε!
Κάπως έτσι ίσως να αρχίζει το νέο μου βιβλίο που θα κυκλοφορίσει την Άνοιξη...
Πάνε πολλά χρόνια που οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν να παρουσιάσουν κάτι τόσο ποιοτικό, όσο το αφιέρωμα στον μεγάλο Έλληνα λογοτέχνη και φιλόσοφο Ν. Καζαντζάκη. Η έκπληξη ήρθε την Τετάρτη στις 11.15μ.μ. από την τηλεόραση του Σκάι.
Ήταν μια υπέροχη και συγκινητική παρουσίαση με τη φωνή του εκλεκτού και ταλαντούχου ηθοποιού Μάινα. Ελπίζω, παρά το προχωρημένο της ώρας, να ήταν αρκετοί οι γονείς που παρότρυναν τα παιδιά τους να παρακολουθήσουν μαζί τους το ανέλπιστο αφιέρωμα, στο παγκοσμίως αναγνωρισμένο έργο και, στη σχεδόν ασκητική πορεία ζωής του μεγάλου μας λογοτέχνη!
Θέλω επίσης να πιστέψω, πως αυτή ήταν μια αρχή για περισσότερες ποιοτικές εκπομπές στην τηλεόραση. Όπως βλέπετε εξακολουθώ, κόντρα στον εκλεκτό και αγαπημένο μου συγγραφέα: (δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα είμαι λεύτερος), να ελπίζω σ’ ένα υγιέστερο πνευματικό μέλλον, αν όχι για τα παιδιά μας, τουλάχιστον για τα εγγόνια μας…