Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Η Μέλπω και το τηλεκοντρόλ!

«Έλα βρε Αντώνη, κλείσε πια την τηλεόραση…»
«Κι η τηλεόραση σου φταίει τώρα; Αν είναι να αλλάξω σπίτι.»
«Καλύτερα να αλλάξω εγώ, τουλάχιστον για την ώρα.»
Άρπαξε την τσάντα της η Μέλπω, βούτηξε κι ό,τι βρήκε στον καλόγερο για πανωφόρι και, μόνο έξω κατάλαβε ότι είχε πάρει του Αντώνη. Έξω η ψύχρα του Νοέμβρη φρεσκάρισε αυτόματα εκτός από το νου και το δέρμα της. Όσο για τους θορύβους της πόλης, πρώτη φορά της φάνηκαν ελκυστικοί συγκριτικά με την ηχορύπανση της τηλεόρασης μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Μα δεν ήταν πια το ίδιο της το σπίτι… όχι! Έξι χρόνια παντρεμένη με τον μεγάλο της έρωτα! Με τον ρομαντικό Αντώνη που δυστυχώς ως παντρεμένος είχε χάσει κάθε μόριο ρομαντισμού. Το πρωί πριν φύγουν για τη δουλειά τους, με ένα τέταρτο διαφορά ο καθένας, έπιναν τον καφέ τους βλέποντας τον Καμπουράκη ή τον Παπαδάκη και όλους όσους τέλειωναν σε: «ακη» και, «οπουλος» και «εας»…
Η ώρα τρεις η Μέλπω επέστρεφε μετά από ένα λεωφορείο, μετρό και δέκα λεπτά ποδαρόδρομο. Με την τσάντα να κρέμεται ακόμα στον ώμο της ετοίμαζε, τι άλλο; Το γεύμα τους! Στις τέσσερεις άκουγε τον χαρακτηριστικό ήχο του κλειδιού και αμέσως:
«Μέλπωωωω, ήρθα. Είσαι καλά; Πεινάω σαν λύκος!»
«Ετοιμάζω, σε δέκα λεπτά θα είμαστε έτοιμοι.»
Σε δέκα λεπτά ο Αντώνης με τις πιζάμες του και τη παντοφλίτσα του εμφανιζόταν στην κουζίνα, στον ίδιο χώρο με το καθιστικό. Κι ενώ στις αρχές δεν το είχε υπολογίσει, φανταστεί ή υποψιαστεί, η Μέλπω περίμενε να καθίσουν στο τραπέζι, να ανταλλάξουν δυο γλυκές τρυφερές κουβέντες, να εισπράξει ένα «μπράβο» για τις επιδόσεις της στη μαγειρική και… να μιλήσουν. Να πουν πώς πέρασαν την ημέρα τους, να κάνουν ένα σχέδιο για το βραδάκι. Όχι τίποτα σπουδαίο βρε αδελφέ… να, μια βόλτα με το αυτοκίνητο μέχρι τη Γλυφάδα. Ούτε δέκα λεπτά διαδρομή… Κι αν όχι με το αυτοκίνητο, να περπατήσουν πιασμένοι από το χέρι μέχρι το πάρκο της άλλης γειτονιάς. Είκοσι λεπτά με τα πόδια…
Εντούτοις πεντέμισι χρόνια τώρα παρακολουθεί τον Αντώνη να τρώγει διαβάζοντας την εφημερίδα του, ενώ συγχρόνως ο εχθρός, ο θορυβώδης, ανούσιος αλλά ωστόσο επικίνδυνος εχθρός, η τηλεόραση, να παίζει, να μιλάει, να ακούγεται, να υπάρχει… Ποιος το περίμενε; Αυτό το άψυχο παραλληλόγραμμο κουτί να εξελιχθεί σε εχθρό; Κανείς ή τουλάχιστον όχι η Μέλπω.
Έφτασε στο σπίτι της μάνας της πέντε λεπτά νωρίτερα, επειδή τα νεύρα της έδιναν μεγαλύτερες ωθήσεις στα πόδια της κι αντί να περπατάει, σχεδόν έτρεχε. Κοίταξε την ώρα. Έντεκα και μισή και Κυριακή. Σίγουρα θα μαγείρευε και ειδικά σήμερα, θα έτρωγε εκεί και θα άφηνε για πρώτη φορά τον Αντώνη μόνο και νηστικό! Ε, δεν πήγαινε άλλο, κάπως έπρεπε να αντιδράσει. Κάπως έπρεπε να εξολοθρεύσει τον εχθρό που είχε σπίτι της…
Στο μεταξύ ήταν η τρίτη φορά που είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάνας της. Πάνω στη βιασύνη της δεν είχε πάρει τα κλειδιά του σπιτιού των γονιών της. Παραξενεύτηκε, ξαναχτύπησε και, επιτέλους! Ο χαρακτηριστικός βόμβος της πόρτας! Έσπρωξε, κάλεσε το ασανσέρ και έφτασε στον τρίτο. Ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ έμεινε άναυδη. Φωνές ανακατεμένες με τους ήχους της τηλεόρασης είχαν κυριολεκτικά αναστατώσει όλο τον τρίτο όροφο και, ναι… η ηχορύπανση προερχόταν από το διαμέρισμα των γονιών της!
Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του διαμερίσματος, περίμενε, ξαναχτύπησε και, την τέταρτη φορά της άνοιξε ο πατέρας της.
«Καλώς την…»
«Τιιιι;»
«Δεν σε άκουσα Μέλπω… τι μου είπες;»
Η Μέλπω πέρασε μέσα, έκλεισε αργά την πόρτα και προχώρησε προς την κουζίνα που ήταν κι αυτή στον ίδιο χώρο με το καθιστικό και που η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών και που η μάνα της καθόταν αποχαυνωμένη παρακολουθώντας τα ζώδια. Άρπαξε η Μέλπω το τηλεκοντρόλ και… η ησυχία, η έλλειψη θορύβου προκάλεσε γκριμάτσες στα πρόσωπα των γονιών της. Γκριμάτσες που άλλαζαν με ταχύτητες του φωτός. Της μητέρας της την αποχαύνωση, αντικατέστησε η χλομάδα του υπέρμετρου εκνευρισμού καταγεγραμμένη σε ένα δολοφονικό βλέμμα στραμμένο στον δύστυχο πατέρα της. Εκείνου πάλι το άγριο βλέμμα του θυμού, είχε αυτόματα μετατραπεί σε ένα αγγελικό χαμόγελο. Όσο δηλαδή μπορεί να είναι αγγελικό το χαμόγελο της εκδίκησης. Ναι, έτσι κοιτούσε τη μάνα της. Ήταν σαν να της έλεγε: «σ’ τη φέραμε κυρά Βούλα… άρπα την!»
«Έχεις ξεφύγει τελείως Αλκιβιάδη… τελείως! Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Από πότε αποφασίζεις να μου κλείνεις την τηλεόραση; Έλεγε το ζώδιο του παιδιού για όλη την εβδομάδα και το ’χασα… Είσαι με τα καλά σου; Αν δεν σου αρέσει να σηκώνεσαι και να φεύγεις, άκουσες; Να φεύγεις!»
«Μαμά, εγώ έκλεισα την τηλεόραση. Εγώ, όχι ο μπαμπάς…»
Μέχρι που τη λυπήθηκε η Μέλπω έτσι που είδε τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα από την… μάλλον απόγνωση. Ακόμα και οι ρυτίδες που πλαισίωναν το χαμόγελο της βάθυναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
«Πότε ήρθες Μέλπω; Γιατί δεν είσαι με τον Αντώνη Κυριακάτικα; Τι συμβαίνει;» Μόλις και, μάλιστα γρήγορα είχε βρει την αυτοκυριαρχία της και συνέχισε:
«Εγώ όπως βλέπεις…»
«Σταμάτα. Έχεις καταλάβει πόσο δυνατά παίζει η τηλεόραση; Όλη η πολυκατοικία έχει αναστατωθεί…»
«Επειδή γκάριζε ο πατέρας σου που με καταπιέζει. Ούτε τηλεόραση δεν μ’ αφήνει να βλέπω.»
«Κι αν τον καταπιέζεις εσύ; Τον ρωτάς αν θέλει να βλέπει τα κάτασπρα σαν μάρμαρο δόντια της παρουσιάστριας και ν’ ακούει τη φωνή της; Τον ρωτάς αν αντέχει να τη βλέπει  να χασκογελάει δίχως λόγο, να μαγειρεύει αηδίες να…»
«Να πάει σε άλλο δωμάτιο να μη βλέπει και να μην ακούει…»
«Η τηλεόραση σου ακούγεται σ’ όλη την πολυκατοικία, το άλλο δωμάτιο θα τον γλυτώσει;»
«Έλα μια καθημερινή να δεις τι γίνεται. Όλες οι τηλεοράσεις παίζουν στη διαπασών. Όπως ακούω εγώ των άλλων, ας ακούν κι αυτοί τη δικιά μας. Κοιμούνται ακόμα τα πουλάκια μου… είναι Κυριακή βλέπεις. Κι εσύ γιατί δεν είσαι σπίτι σου;»
«Γιατί κι εκεί η τηλεόραση παίζει. Ήρθα εδώ να ηρεμήσω και…»
«Να σηκωθείς και να πας στον άντρα σου που…»
Ο ήχος της πόρτας που έκλεισε, έκοψε την πρόταση της κυρά Βούλας στη μέση. Ύστερα ακόμα ένας και έμεινε μόνη. Έφυγε κι ο Αλκιβιάδης!
 «Ε, πάει τρελάθηκαν όλοι Κυριακάτικα!»
Μονολόγησε και πήρε το τηλεκοντρόλ…



Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Τα όνειρα δεν τελειώνουν ποτέ!

Και σήμερα που ο καιρός νευρίασε, που βρέχει καταρρακτωδώς λες κι ο Θεός βάλθηκε να ξεβρομίσει όλα τ’ άπλυτα της γης, σήμερα που ο άνεμος ξεθύμανε στα ξεραμένα φύλλα και σκουπίδια της πόλης, σήμερα η Βίκυ ήταν που αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τα δικά της.
Η τηλεόραση έπαιζε όπως πάντα! Η τηλεόραση! Μια μικρή διακοπή για διαφημίσεις κι αυτόματα ο ήχος γινόταν πιο δυνατός, έτσι ώστε να κάνει σωστά τη δουλειά της. Την πλύση εγκεφάλου δηλαδή κι ύστερα ξανά η πρωινή απαισιόδοξη μουρμούρα. Το ανύπαρκτο μέλλον, το τέλος της ευημερίας και, οι ομιλούντες δημοσιογράφοι και πολιτικοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι με κείνο, το ίδιο ύφος της δήθεν θλίψης. Πιο μέσα όμως, η Βίκυ το είχε διακρίνει καιρό τώρα, διαγραφόταν ένα χαμόγελο. Ένα πονηρό χαμόγελο! Όσο υπήρχαν δυσοίωνες ειδήσεις, αυτοί είχαν σίγουρη την καλοπληρωμένη καρέκλα τους στο κανάλι. Οι ίδιοι και οι ίδιοι για χρόνια! Ξεκίνησαν νέοι και σήμερα μεσήλικες, καρφωμένοι στην ίδια καρέκλα υποστηρίζουν δήθεν τα προβλήματα του κόσμου ή του κοσμάκη ή του λαού, λες κι αυτοί ανήκουν στους άλλους… του ποιους άραγε;
Πήρε το τηλεκοντρόλ και την έκλεισε. Οριστικά τούτη τη φορά. Το υποσχέθηκε εκείνη τη στιγμή στον εαυτό της. Η ησυχία απλώθηκε άμεσα στο άδειο μικρό διαμέρισμα και η Βίκυ συνειδητοποίησε τη μοναξιά. Ξεφύσησε παρατεταμένα δίνοντας χώρο στα πιεσμένα πνευμόνια της. Ε, ναι, λοιπόν, ήταν μόνη! Δύο ολόκληρα χρόνια μόνη και είχε κλείσει τα τριάντα εννιά! Συμπληρωμένα μάλιστα. Δυο μήνες πριν είχε τα γενέθλια της και δεν το ανακοίνωσε ούτε στην κολλητή της. Όχι γιατί έκρυβε τα χρόνια της, όχι! Επειδή δεν ήθελε να τα γιορτάσει. Ο Στέφανος την είχε αφήσει. Ο έρωτας, η αγάπη και ασφάλεια της, ήταν αλλού… Αγαπούσε έξι μήνες άλλη. Ό,τι έκαναν τόσα χρόνια μαζί, τώρα τα ξαναζούσε με την άλλη.
Άνοιξε το συρτάρι, το τρίτο απ’ τα ντουλάπια της κουζίνας που ήταν στον ίδιο χώρο με το καθιστικό στο μικρό της διαμέρισμα και, άρπαξε για πολλοστή φορά το λευκό χαρτί. Το επίσημο και καθαρογραμμένο που επιβεβαίωνε τη διάλυση του γάμου τους. Το διαζύγιο! Έτσι λοιπόν τελειώνουν οι αγάπες; Έτσι γκρεμίζονται τα όνειρα; Έτσι αλλάζει πορεία το δήθεν χτισμένο μέλλον; Έτσι μ’ ένα ψυχρό χαρτί; Της το είχε πει κι η κολλητή της στη δουλειά, όταν της τα ’λεγε. Η Φωτεινή. «Α, καλά… εκεί είσαι ακόμα; Δηλαδή τι νόμιζες ρε Βικάκι; Ότι φόρεσες νυφικό, ευλογήθηκες απ’ τους παπάδες και καθάρισες με την αγάπη, με τη ζωή και με το μέλλον;»
Την είχε κοιτάξει περίεργα η Βίκυ τη Φωτεινή. Σαν ον άλλου πλανήτη και η απάντηση βγήκε καθυστερημένα. «Ναι, το πίστευα, κακό είναι;» «Αφελές!» Και την κουβέντα είχε διακόψει ο πρώτος πελάτης που μπήκε στο μαγαζί που δούλευαν.
Σήμερα Κυριακή, δεν δούλευε κι ούτε είχε να μαγειρέψει για να φάνε με τον Στέφανο που δεν ήθελε ακόμα παιδιά. Ούτε σιδέρωμα είχε κι ούτε λόγο να κρατήσει νοικοκυρεμένο το σπίτι τους. Άλλωστε τώρα ζούσε σ’ αυτό που είχε κληρονομήσει, το μοναδικό, από τη μάνα της κι ίσα που χώρεσε έναν καναπέ στο καθιστικό κι ένα μονό κρεβάτι στην κρεβατοκάμαρα. Το τραπεζάκι στην κουζίνα ίσα που έφτανε για ένα σερβίτσιο φαγητού…
Ε, λοιπόν ναι! Ήταν αφελής. Δίκιο είχε η Φωτεινή. Είχε πιστέψει και στον Στέφανο και στις σπουδές της. Ο Στέφανος είχε το θράσος μετά από δώδεκα χρόνια σχέσης και έξι χρόνια γάμου, να της ζητήσει τα μισά από τα έπιπλα. Μαζί τα είχαν πληρώσει λέει και, σκόπευε γρήγορα να ανοίξει καινούριο σπιτικό. Άσε που και οι εποχές ήταν δύσκολες… το κάθαρμα!
 Μόνο την τηλεόραση διεκδίκησε η Βίκυ. «Να τα κρατήσεις όλα βρε ηλίθιε! Εγώ πού να τα βάλω; Λες και δεν ξέρεις το σπίτι της συχωρεμένης της μάνας μου…» Συμφώνησε, κοιτάζοντας την ωστόσο σαστισμένος με τη βλακεία του, υπέθεσε η Βίκυ.
Έτσι λοιπόν είχε κρατήσει μόνο την τηλεόραση που μόλις είχε απαρνηθεί. Όσο για τις περίφημες σπουδές της; Θεολογία είχε σπουδάσει κι ακόμα περίμενε τον περιβόητο ΑΣΕΠ που τελικά το είχε πάρει απόφαση: Από κει δεν είχε πια τίποτα να περιμένει. Πωλήτρια λοιπόν σε κατάστημα ακριβών επώνυμων ενδυμάτων και, οι δουλειές είχαν κατρακυλήσει πλησιάζοντας μέρα με τη μέρα το μηδέν.
Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή ακριβώς που είχε αφήσει τη ματιά της στις δύο φωτογραφίες που έστεκαν στη στενόχωρη βιβλιοθήκη, μπροστά από τα παρατεταγμένα βιβλία της. Στη μία ήταν εκείνη στα δεκαεπτά και στην άλλη… την είχε τραβήξει ο Στέφανος ένα Καλοκαίρι στη Ζάκυνθο. Έβγαινε από την παραλία με τα μαλλιά της βρεγμένα, το κορμί της μαυρισμένο και την ευτυχία αποτυπωμένη στα μάτια και το χαμόγελο της.
«Έλα Φωτεινή μου τι κάνεις;»
«Μαγειρεύω και το μεσημέρι σε περιμένω. Θα είναι κι ο Κώστας…»
«Εκτός που βρέχει, δεν σκοπεύω να κάνω το φανάρι.»
«Θα φέρει και τον Γιάννη, τον κολλητό του, εκείνον που σου άρεσε κι ας ήσουν ακόμα παντρεμένη με τον άνδρα της ζωής σου… Έκπληξη!»
«Δεν έχω κέφι.»
«Έχω όμως εγώ. Λοιπόν ντύσου, στολίσου και δεν δέχομαι άλλη κουβέντα.»
Της το ’κλεισε και η Βίκυ έβαλε τα γέλια. Ο Γιάννης! Από πού τον ξετρύπωσε; Χαμογέλασε ξανά και κοίταξε γύρω της. Δεν είχε μαγείρεμα, σιδέρωμα, σιγύρισμα… Δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν. Ήταν ελεύθερη! Έτρεξε στο μπάνιο κι έμεινε κάπου μισή ώρα στην μπανιέρα. Χρόνια είχε να απολαύσει το μπάνιο της χαλάρωσης, διαπίστωσε. Μισή ώρα μετά, παρά τη βροχή και τον άνεμο, η Βίκυ που δυο χρόνια είχε να νιώσει τόσο ελκυστική, σταμάτησε ένα ταξί. Έδωσε τη διεύθυνση στον οδηγό κι άρχισε πάλι να κάνει όνειρα!
 Πού ξέρεις ίσως το απόγευμα με φέρει ο Γιάννη στο σπίτι μου…

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

O Πετρής και η ανεργία

Ο Πετρής, έτσι τον φώναζαν οι δικοί του απ’ όταν ήταν παιδί, έφτασε τα τριάντα επτά. Σήμερα Τετάρτη πρωί ξύπνησε, δηλαδή για να ξυπνήσει έπρεπε πρώτα να είχε κοιμηθεί, τρομαγμένος. Εδώ και καιρό ήταν φοβισμένος, μα από σήμερα ο φόβος εξελίχθηκε σε τρόμο τελεσίδικα, σκεφτόταν, αγγίζοντας αφηρημένος τις σκόρπιες λευκές τρίχες στα μαλλιά του.
Από σήμερα ήταν άνεργος. Ένα ακόμα συν στο μεγάλο νούμερο των ανέργων! Δεν είχε πει τίποτα χτες βράδυ στην Ευαγγελία. Ήταν η αγαπημένη του. Ντρεπόταν! Έξι μήνες πριν είχαν γνωριστεί κι εκείνος υπερηφανευόταν για τα πτυχία του, τρία τον αριθμό και την υπεύθυνη δουλειά του στο ιδιωτικό Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ήταν καθηγητής Ψυχολογίας!
Ούτε τους γονείς του είχε ενημερώσει. Η μάνα του θα του τηλεφωνούσε αργότερα. Γύρω στις επτά το απόγευμα, συνήθιζε. Θα τον ρώταγε πώς πέρασε η ημέρα του, αν είχε κανά απρόβλεπτο με τους φοιτητές του, αν είχε φάει, αν…
Έβαλε να γίνεται καφές και άναψε τσιγάρο. Χτες το μεσημέρι είχε προμηθευτεί ξανά ένα πακέτο, μετά από έξι ολόκληρους μήνες. Το είχε κόψει. Ήταν μια πρόκληση για να αποδείξει στην Ευαγγελία ότι είχε τη δύναμη να το κάνει. Μα τώρα δεν είχε πια νόημα. Η ζωή του άλλαξε ρότα από τη στιγμή που τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του.
«Κύριε Κωνσταντινίδη, όταν τελειώσετε το μάθημα της τελευταίας ώρας σας θέλω στο γραφείο μου.»
Το σκεφτόταν συνεχώς και για πρώτη φορά ήταν αφηρημένος στο μάθημα. Καιρό τώρα ακούγονταν διάφορα ανήσυχα σχόλια. Οι φοιτητές είχαν μειωθεί, ενώ αρκετοί από όσους είχαν απομείνει χρωστούσαν ακόμα τα δίδακτρα της περσινής χρονιάς! Κι ύστερα το μισάωρο στο γραφείο του διευθυντή… Ένα μισάωρο θλιβερό και όλο φιλοφρονήσεις. Ήταν λέει, από τους καλύτερους νέους καθηγητές, μα… Ούτε τα μισά δεν άκουγε απ’ όσα ψεύτικα του έλεγε ο διευθυντής. Ίσως όμως και να μην ήταν ψεύτικα. Τι θα έκανε αλήθεια; Πώς θα αντιμετώπιζε την περίπτωση αν ήταν αυτός στη θέση του διευθυντή; Άφησε αναπάντητο το ερώτημα. Δεν είχε νόημα μια και δεν ήταν στη θέση του κυρίου διευθυντού κι ούτε θα ήταν ποτέ.
Τέλειωσε τον καφέ κι έκανε εκείνη τη χαρακτηριστική κίνηση της απόγνωσης. Πέρασε τις παλάμες του από το πρόσωπο του κι ύστερα κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα του μικρού του διαμερίσματος. Έμεινε όρθιος εκεί, παραδομένος στις σκέψεις του. Ήταν τόσο υπερήφανος όταν το νοίκιασε! Ανεξάρτητος, με τα δικά του χρήματα, τα δικά του λιγοστά έπιπλα από το ΙΚΕΑ, τη δική του ζωή!
Ο Φλεβάρης είχε έξι σήμερα κι έξω τα σύννεφα σχημάτιζαν σχέδια στον ουρανό, πρόσεξε. Τα παρακολουθούσε κι έκανε όπως όταν ήταν παιδί. Προσπαθούσε να διακρίνει σχήματα, μα ούτε κι αυτό γινόταν σήμερα. Ωστόσο μέχρι το μεσημέρι τα σύννεφα είχαν καλύψει όλα τα κενά και το ουράνιο στερέωμα έγινε εκείνο το σκούρο γκρι της θλίψης. Σε λίγο θα έβρεχε.
Ο ήχος του κινητού πρώτα τον ξάφνιασε και ύστερα τον άγχωσε. Ευαγγελία και ένα θαυμαστικό είχε παρουσιαστεί στην οθόνη. Μα βέβαια η ώρα ήταν περασμένη και το τετράωρο της στο πολυκατάστημα που εργαζόταν, παρά του ότι είχε τελειώσει το Αρχαιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας, είχε τελειώσει. Ήταν ακριβώς ή ώρα που είχε ένα κενό στη δουλειά του και επικοινωνούσαν. Χμ, μία κενή ώρα … από σήμερα θα είχε ατέλειωτες ώρες που θα ήταν κενές!
«Πετρή τι έχεις; Δεν μου ακούγεσαι καλά;»
«Ναι, δεν είναι κι η καλύτερη μου μέρα Ευαγγελία…»
«Τι συνέβη αγάπη μου;»
Συνέβη που τίποτα δεν ήταν όπως χτες και πιθανόν να μην ξαναγινόταν, ήθελε να της πει, μα:
«Θα τα πούμε από κοντά γλυκιά μου.»
«Άρα κάτι συμβαίνει και δεν μπορώ να περιμένω μέχρι το βράδυ Πετρή.»
«Α, δεν χρειάζεται να περιμένεις τόσο. Έλα και τώρα αν θες απ’ το σπίτι.»
«Δεν είσαι στη δουλειά σου; Πετρή μου είσαι καλά; Μήπως…»
«Σε περιμένω Ευαγγελία.»
Κι όση ώρα την περίμενε συνέχιζε όρθιος να σκέφτεται. Πώς να της πει ότι είχε χάσει τη δουλειά του, ότι ήθελε χρόνο να ξαναχτίσει ελπίδες, ότι δεν έβρισκε κουράγιο να ψάχνει για άλλη δουλειά και, κυρίως πώς να αντέξει την αλήθεια; Ναι, την αλήθεια πως δουλειά σ’ αυτή τη χώρα, αυτή την εποχή και για τις επόμενες εποχές, γύρευε πόσες, δεν θα έβρισκε.
Και το μυαλό με τα απείθαρχα καμώματα του, άρχισε να σκαλίζει τα παλιά. Που ήταν πάντα ο πρώτος μαθητής, που τον μεγάλωσε η γιαγιά του επειδή η μάνα του δούλευε πωλήτρια στο Μινιόν, που ο πατέρας του δούλευε ταξί, που τα ’φερναν δύσκολα βόλτα, όμως καμάρωναν τον γιό τους! Ήταν ο πρώτος μαθητής κι έπρεπε να τον σπουδάσουν και τα κατάφεραν.
Το είχαν γλεντήσει στη γειτονιά όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο κι εκείνο το βράδυ μάτι δεν είχε κλείσει ο Πετρής. Από ευτυχία και από τα όνειρα που σπρώχνονταν μες το μυαλό του για να βρουν χώρο. Μα ήταν τόσα πολλά που χώρο δεν έβρισκαν.  Είχε τελειώσει στην ώρα του, συνέχισε δυο χρόνια μεταπτυχιακά, πέτυχε στο ΙΚΥ υποτροφία για διδακτορικό, πήγε φαντάρος ένα χρόνο κι ύστερα τέσσερα χρόνια στο Παρίσι!
Όλοι δρόμοι φαίνονταν ανοιχτοί μπροστά του τότε και, η απόλυτη ευτυχία και υπερηφάνεια ήταν φανερή στα κουρασμένα μάτια των γονιών του. Μόνο που τα όνειρα που κάποτε στριμώχνονταν να βρουν χώρο, τώρα ένα-ένα είχαν πάψει να είναι όνειρα. Είχαν εξελιχθεί σε μια οδυνηρή πραγματικότητα και, το χειρότερο δεν υπήρχε χώρος για καινούρια.
Σήμερα έπρεπε να βιώσει την αγωνία της επιβίωσης, να διαχειριστεί την πίκρα που θα έβλεπε στα μάτια των γονιών του και να φρενάρει τα όνειρα της Ευαγγελίας. Μαζί τα έκαναν. Τον άλλο μήνα, τα είχαν βάλει κάτω κι έβγαιναν κουτσά-στραβά, θα συγκατοικούσαν. Άλλωστε η κοπέλα έλπιζε σε μια καλύτερη δουλειά, αφού εκείνος την είχε πετύχει ήδη…
Κι έξω η βροχή σιγοντάριζε τη δική του στεναχώρια. Κατ’ αρχήν χρωστούσε τις δόσεις για το μικρό του αυτοκίνητο, στο τραπέζι ξεχώριζε το λευκό χαρτί των κοινοχρήστων και τα τελευταία χρήματα που θα έπαιρνε από τη δουλειά του, ίσα που έφταναν για τρία νοίκια. Και με την Ευαγγελία έπρεπε να χωρίσει. Η κοπέλα ήταν είκοσι επτά ετών και κόντρα στα σχέδια τους, θα έπρεπε να συνεχίζει να ζει με τους δικούς της στην Κυψέλη. Κι αυτός πάλι στο εξήντα πέντε τετραγωνικών των γονιών του. Εκεί  θα μετακόμιζε αναγκαστικά.

Τρείς μήνες μετά τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ο Πετρής είχε περισσότερες λευκές τρίχες στα μαλλιά του, δυο-τρείς, πρόωρα, βαθιές ρυτίδες είχαν προστεθεί στο πρόσωπο του, τις δόσεις του αυτοκινήτου πλήρωναν οι δικοί του, ενώ οι πινακίδες είχαν κατατεθεί στο υπουργείο και η Ευαγγελία είχε φύγει για την Ολλανδία.
Όταν θα έβρισκε άκρη εκεί θα πήγαινε κι ο Πετρής, ήταν το σχέδιο… Μόνο που ο Πετρής είχε αλλάξει. Δεν ήταν ο ίδιος χωρίς ελπίδα. Δυο μήνες ακόμη θα προσπαθούσε και μετά θα διάβαζε για να βγάλει επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Θα δούλευε ταξί.
«Μα δεν βγαίνει ούτε το μεροκάματο παιδί μου κι ύστερα ξέρεις τι διάβασμα θέλει για να βγει αυτό το δίπλωμα; Τι ξέρεις εσύ από μηχανές αυτοκινήτων;»
«Τόσα πτυχία πήρα ρε πατέρα διαβάζοντας. Τόσα χρόνια αυτό είναι που ξέρω καλύτερα. Να διαβάζω για να παίρνω κωλόχαρτα…»
«Ποτέ δεν πάει η μόρφωση χαμένη Πετρή…»
«Έτσι λες ε;»
Του πέταξε και βγήκε έξω. Καθημερινά πάνω-κάτω τις ίδιες κουβέντες έκαναν με τον πατέρα του και η μάνα του καθόταν αμίλητη και τους άκουγε και μόνο όταν έφευγε ο Πετρής, ρωτούσε τον άνδρα της:
«Πού πάει κάθε μέρα τέτοια ώρα το παιδί; Φεύγει πρωί και γυρίζει πάντα αργά. Πολύ αργά. Προχτές γύρισε ξημερώματα…»
«Δεν ξέρω Αμαλία και δεν είναι παιδί. Άνδρας είναι και περνάει δύσκολα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του…»
«Απ’ ότι φαίνεται το βάζει μα δεν ξέρει κι αυτός πού και πώς…»
«Τι είπες;»
«Τίποτα.»
Τους δύο πρώτους μήνες έτρωγε άκυρα ο Πετρής. Για πωλητής σε πολυκατάστημα ήταν μεγάλος εκτός από άπειρος και στις μια- δυο επιχειρήσεις που ζητούσαν αγγλικά και υπολογιστές, είχε πολλά προσόντα… Στις εφημερίδες επικρατούσε σε ζήτηση το επάγγελμα του πλασιέ χωρίς μισθό, αλλά με ποσοστά για την προώθηση κάποιων προϊόντων που ούτε γνώριζε, ούτε καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. Κι έτσι είχε σταματήσει να ψάχνει. Άλλωστε είχε πάρει την απόφαση του. Θα δούλευε ταξί. Λίγο χρόνο ακόμη ήθελε για να νιώσει ψυχολογικά έτοιμος και θα άρχιζε μαθήματα.
Ωστόσο μέχρι τότε το σπίτι του δεν τον χωρούσε ή μάλλον η ζωή αυτή δεν τον χωρούσε. Δεν είχε δουλειά και άρα ούτε χρήματα, ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια, σύντροφο… Όσο έψαχνε όλο κι έβρισκε όλα όσα δεν είχε και σήμερα πηγαίνοντας πάλι στο ίδιο μικρό πάρκο στη Ν. Σμύρνη, πήρε την απόφαση να πάψει να σκέφτεται. Θα συνέχιζε τη νεοαποκτηθείσα συνήθεια του, δίχως τις παρεμβολές των δυσοίωνων σκέψεων. Ούτως ή άλλως δεν τον βοηθούσαν σε τίποτα. Μα μήπως και η καινούρια του συνήθεια-απασχόληση τον βοηθούσε σε κάτι; Όχι, όμως του άρεσε δίχως να ξέρει τον λόγο.
Κάθισε στο παγκάκι, το ίδιο κάθε ημέρα, άναψε τσιγάρο και στύλωσε τα μάτια του στην απέναντι πολυκατοικία. Ήταν εξαώροφη, με πολλά διαμερίσματα σε κάθε όροφο και τουλάχιστον εικοσαετίας. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ σήμερα. Ένας νέος, περίπου στην ηλικία του, υπολόγισε, ήταν ο πρώτος που βγήκε έξω.
Ο Πετρής σηκώθηκε αμέσως και με δυο δρασκελιές βρέθηκε ακριβώς πίσω του. Ο άγνωστος φορούσε ένα τριμμένο τζιν, ένα μπλουζάκι με μακριά μανίκια που κάποτε πρέπει να ήταν άσπρο, παπούτσια αθλητικά και ταλαιπωρημένα. Στον δεξιό του ώμο ήταν κρεμασμένος ένας πολύχρωμος τριμμένος σάκος. Προχωρούσε βιαστικός και ο Πετρής επιτάχυνε το βήμα του.
Αυτόν πρώτη φορά τον έβλεπε τις τελευταίες είκοσι ημέρες που παρακολουθούσε τυχαία τον πρώτο κάτοικο της πολυκατοικίας που έβγαινε στο δρόμο. Τις προηγούμενες δέκα παρακολουθούσε την ίδια γυναίκα. Ήταν αυτή που έβγαινε πρώτη εκείνη την ίδια ώρα που καθόταν στο παγκάκι απέναντι. Γύρω στα τριάντα πέντε, την είχε υπολογίσει. Εμφανίσιμη, καλοντυμένη, μ’ ένα μεθυστικό άρωμα πρωί-πρωί, περπατούσε κουνώντας επιτηδευμένα προκλητικά τους γοφούς της. Στη δουλειά της θα πήγαινε σίγουρα, πιθανολόγησε όση ώρα την παρακολουθούσε, προετοιμασμένος ότι θα την έχανε κάπου στη στάση του λεωφορείου ή σε κάποιο ταξί που θα σταματούσε.
Όμως όχι. Επι δέκα ημέρες περπατούσε κάπου ένα τέταρτο κι ύστερα σταματούσε πάντα στην ίδια γωνία. Άναβε τσιγάρο, φυσούσε τον καπνό αυτάρεσκα, κοιτούσε το ρολόι της και πριν καλά-καλά γίνει το τσιγάρο γόπα στο πεζοδρόμιο, ένα ακριβό αυτοκίνητο σταματούσε πλάι της. Εκείνη χαμογελούσε ανοίγοντας την πόρτα κι έμπαινε μέσα. Ο Πετρής ήταν βέβαιος ότι τα επόμενα δευτερόλεπτα, πριν το αυτοκίνητο ξεκινήσει, θα αντάλλασαν ένα φιλί. Ο οδηγός του αυτοκινήτου ξεκινούσε ανέκφραστος και το αυτοκίνητο χανόταν ανάμεσα στα άλλα.
Επί δέκα ολόκληρες ημέρες το ίδιο σκηνικό, με την ίδια ακρίβεια της ώρας, εκτός από σήμερα. Ο νεαρός στο μεταξύ προχωρούσε γρήγορα το πρώτο δεκάλεπτο και στη συνέχεια ελάττωσε την ταχύτητα που βάδιζε. Μισή ώρα μετά είχαν φτάσει στο Ν. Κόσμο κι ο νέος κατευθύνθηκε στο μετρό. Ο Πετρής δίστασε μόνο για μια στιγμή και στη συνέχεια τον ακολούθησε. Περίμενε δυο ανθρώπους πίσω του το συρμό και τον πήρε στο κατόπι.
Στην Ομόνοια τον είδε να ετοιμάζεται να κατέβει κι ο Πετρής ακολούθησε. Ο κόσμος έξω ήταν πολύς και για μια στιγμή φοβήθηκε πως θα τον χάσει, ωστόσο τα κατάφερε. Τον είδε να σταματάει σ’ ένα Γρηγόρη, παρήγγειλε καφέ κι ο Πετρής στάθηκε πίσω του. Ζήτησε μια τυρόπιτα παρακαλώντας μέσα του να μη φύγει ο άνθρωπος του και τον χάσει.
Δεν το έχασε. Στεκόταν έξω ακουμπώντας με την πλάτη του στον τοίχο. Ύστερα άναψε με αργές κινήσεις τσιγάρο κι έδειχνε να απολαμβάνει τις πρώτες γουλιές του καφέ του. Τελειώνοντας το τσιγάρο του, κοίταξε την ώρα και σαν κάπως αγχωμένος του φάνηκε ή ίσως και να ’ταν η ιδέα του. Μάλλον δεν ήταν, επειδή το χέρι του έτρεμε όταν άναψε το δεύτερο τσιγάρο στο καπάκι. Ο Πετρής στο μεταξύ είχε τελειώσει με την τυρόπιτα που μασούλαγε ανόρεχτα καλυμμένος πίσω από ένα ψυγείο γεμάτο αναψυκτικά που ήταν ακριβώς απέναντι και σε μικρή απόσταση από τον άγνωστο που στο μεταξύ είχε βγάλει το κινητό του.
Ο Πετρής πλησίασε κοιτάζοντας δήθεν τη βιτρίνα με τα μεταχειρισμένα κινητά κάθε είδους, δίπλα ακριβώς από τον άγνωστο. Έπρεπε να ακούσει τη συνομιλία.
«Τι έγινε; Μ’ έχεις στήσει το ξέρεις; Καταλαβαίνεις ότι δεν πρέπει…»
Αυτά μόνο είπε κι έκλεισε νευριασμένος το κινητό. Ο Πετρής σαν να ένιωσε ότι του έριξε μια ματιά ο άγνωστος και παρά του ότι μπορεί και να του φάνηκε, έσπευσε να μπει στο κατάστημα με τα κινητά. Έκανε τάχα ότι παρατηρούσε το εμπόρευμα, όμως με την άκρη του ματιού του συνέχισε να παρακολουθεί το «θήραμα» του. Τώρα ήταν νευριασμένος, δίχως αμφιβολία. Είχε πάψει να έχει την πλάτη στον τοίχο, είχε τσαλακώσει το χάρτινο ποτήρι του καφέ και το είχε πετάξει με αναίδεια κάτω. Ο Πετρής μπορούσε να παρατηρεί δίχως κίνδυνο τώρα, επειδή το άτομο του είχε γυρισμένη την πλάτη. Έτσι τον είδε να πατάει καταστρέφοντας πλήρως το άτυχο χάρτινο ποτήρι και να κατευθύνεται στο περίπτερο. Αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα που πριν καλά-καλά πάρει τα ρέστα, ένας άλλος, μεγαλύτερος ηλικιακά, τον πλησίασε από πίσω. Ο Πετρής πετάχτηκε έξω την ώρα που οι δυο άγνωστοι προχωρούσαν συζητώντας έντονα, αλλά τόσο σιγά που οι θόρυβοι της πόλης δεν του επέτρεπαν να κλέψει κάτι από τις κουβέντες τους. Μόνο δυο-τρείς φορές ένα: «μαλάκας», κατάφερε να ξεκλέψει που είχε ξεφύγει πιο δυνατά.
Συνέχιζε να τους παρακολουθεί σε απόσταση ασφαλείας, μέχρι που εισέβαλαν σε μια στοά. Ο Πετρής σταμάτησε. Αν έμπαινε εκεί μέσα θα τον υποπτεύονταν και η υπόθεση του μύριζε παρανομία. Ειδικά η φάτσα του άλλου που συνάντησε ο νεαρός δεν του άρεσε καθόλου. Έτσι έμεινε απέναντι παρακολουθώντας τους να συνομιλούν, ώσπου είδε τον νεαρό να ανοίγει τον ταλαιπωρημένο σάκο του, να κοιτάζει γύρω-γύρω κι ύστερα με την πλάτη γυρισμένη και οι δύο εμπλεκόμενοι πια, έκαναν κάποιες κινήσεις. Ο νεαρός κάτι έβγαλε από τον σάκο, τον έκλεισε, κάποια ακόμη συναλλαγή, ίσως και να ήταν χρήματα, άλλαξαν χέρια και οι δύο άγνωστοι βγήκαν από τη στοά και χωρίστηκαν δίχως ένα «γεια». Μάλιστα! Διακινούν ουσίες… πουλάνε θάνατο!
Ο νεαρός στάθηκε λίγα μέτρα μακριά από τη στοά που μόλις είχε βγει, κοίταξε δεξιά κι αριστερά αφηρημένος μια δυο φορές κι ύστερα το πήρε πάλι με τα πόδια. Περπάτησε για ώρες άσκοπα, μπαινοβγαίνοντας σε διάφορα μαγαζιά κι όλα αυτά μέχρι τις έξι το απόγευμα. Ύστερα μπήκε στο μετρό, κατέβηκε στο Ν. Κόσμο κι ο Πετρής η ώρα επτά καθόταν μόνος στο παγκάκι του παρατηρώντας τον να μπαίνει στην πολυκατοικία. Γύρω στις δέκα η ψύχρα του Μάη, όπως και χτες σαν να τον ενοχλούσε, ωστόσο ήταν νωρίς να πάει σπίτι του. Ήξερε, σε λίγες ώρες θα έρχονταν οι δυο μεσήλικες άστεγοι. Μ’ αυτούς είχαν γνωριστεί. Ο Ηλίας κι ο Θανάσης.  Σαράντα πέντε και πενήντα αντιστοίχως. Άνεργοι επί δύο συνεχόμενα χρόνια. Ο Ηλίας εργαζόταν σε κατάστημα αυτοκινήτων που έκλεισε κι ο Θανάσης είχε τη δική του μικρή επιχείρηση. Καθαριστήριο ρούχων.

Κι ενώ ο Πετρής είχε σηκωθεί να ξεμουδιάσουν τα πόδια του η ώρα ένδεκα και μισή και να ζεσταθεί κάπως περπατώντας μια μικρή απόσταση μες το μικρό πάρκο, πήρε το μάτι του τον δικό του άγνωστο να βγαίνει. Χμ, ο πειρασμός ήταν μεγάλος κι απόψε δεν θα συναντιόταν με τους καινούριους φίλους του. Έτρεξε και σε δυο λεπτά ήταν δέκα μέτρα πίσω από τον άνθρωπο του. Δέκα λεπτά βάδιζε πίσω του, όταν αιφνιδιαστικά τον είδε να σταματάει στη μέση του δρόμου.
Ξαφνιάστηκε! Δεν είχε τίποτα εκεί τριγύρω που να δικαιολογούσε τη στάση του κι ώσπου να προχωρήσει το συλλογισμό του, τον είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του. Ο φόβος του Πετρή εκδηλώθηκε με τους γρήγορους, δυνατούς και ακατάστατους χτύπους της καρδιάς του, εντούτοις κράτησε την ψυχραιμία του, συνέχισε να περπατάει βάζοντας ταυτόχρονα το χέρι στην τσέπη του. Έβγαλε το τσαλακωμένος πακέτο από τα τσιγάρα του και πριν προλάβει να ανάψει ένα, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον άγνωστο.
«Τι τρέχει φίλε; Τι ζητάς από μένα;»
Ο φόβος είχε κόψει την ανάσα και τη λαλιά του Πετρή. Τον κοιτούσε ίσα στα μάτια. Ήταν αρκετά νεώτερος από τον ίδιο πρόλαβε να σκεφτεί πριν φάει την πρώτη σπρωξιά.
«Σε ρωτάω ρε. Μπάτσος είσαι; Τι θέλεις από μένα. Από το πρωί σ’ έχω πάρει χαμπάρι, αλλά νόμιζα ότι είναι η ιδέα μου. Έλα λέγε…» Και τα λόγια του ακολούθησαν ακόμη μερικές δυνατές σπρωξιές που έκαναν τον Πετρή να χάσει την ισορροπία του.
«Δεν είμαι μπάτσος.» Του είπε κι ένιωσε τον λαιμό του ξερό.
«Τι είσαι τότε; Αλλά τι ρωτάω… μπάτσος είσαι, αλλά μαζί μου δεν θα τη βγάλεις καθαρή. Δεν ξέρεις πού έμπλεξες…»
«Αν ήμουν μπάτσος δεν θα είχα χάσει τη λαλιά απ’ το φόβο μου φίλε…» Είχε αρχίσει να βρίσκει κάπως την αυτοκυριαρχία του. Ο άλλος, το πρόσεξε στα μάτια του ο Πετρής, είχε καλμάρει.
«Ωραία, λέγε τότε τι είσαι και μη μου πεις ότι δεν με παρακολουθείς…»
«Όχι δεν θα σ’ το πω. Πράγματι σε παρακολουθώ, αλλά…»
«Αλλά τι ρε; Λέγε…» Κι άλλη σπρωξιά κι ύστερα ο άγνωστος έβαλε το χέρι του στο λαιμό του Πετρή με εμφανώς άγριες διαθέσεις. Ο Πετρής προσπάθησε μάταια να απελευθερωθεί από τα χέρια του κι ύστερα του έδωσε να καταλάβει όπως-όπως ότι δεν μπορούσε να του απαντήσει, όταν δυο χέρια ήταν τυλιγμένα στο λαιμό του. Ο άλλος τον άφησε, ο Πετρής προσπάθησε να βρει την ανάσα του βήχοντας κι όταν συνήλθε, άναψε επιτέλους ένα τσιγάρο. Ο άλλος τον κοιτούσε με άγριο βλέμμα κι ο Πετρής του πρόσφερε τσιγάρο που παραδόξως το πήρε.
«Θα μου πεις επιτέλους;» Και φύσηξε νευρικά τον καπνό.
«Θα σου φανεί αστείο, αλλά είμαι απλά άνεργος. Από ανία και απογοήτευση, αποφάσισα να παρακολουθώ κόσμο. Έτσι άσχετα, δίχως λόγο και δίχως σκοπό. Δεν έχω κακή πρόθεση, δεν θέλω να πειράξω κανέναν, απλά…»
«Σοβαρολογείς; Και θέλεις να σε πιστέψω;»
«Σοβαρολογώ κι αφού δεν είμαι μπάτσος, ένας καθηγητής σε κάποιο κολλέγιο ήμουν, δεν βλέπω το λόγο να μη με πιστέψεις. Τι άλλο να θέλω από σένα. Ούτε το όνομα σου ξέρω. Πρώτη φορά σε είδα σήμερα. Τις άλλες ημέρες παρακολουθούσα άσκοπα, μια γυναίκα που έβγαινε καθημερινά την ώρα που βγήκες εσύ σήμερα κι έτσι έπεσε σε σένα ο κλήρος.»
«Εκτός από μαλάκας μήπως είσαι και ανώμαλος; Τι είναι αυτά που λες; Δεν ντρέπεσαι;»
Ο Πετρής κατέβασε το κεφάλι ευγνωμονώντας το σκοτάδι που κάλυπτε το κόκκινο χρώμα στα μάγουλα του.
«Ντρέπομαι.» Ξεστόμισε τελικά. Ο άλλος, εμφανώς καθησυχασμένος, του πρότεινε να πάνε κάπου να τον κεράσει ένα ποτό. Ο Πετρής στην αρχή αρνήθηκε, μα ο άλλος τον πίεσε τόσο που στο τέλος δέχτηκε. Μισή ώρα αργότερα κάθονταν οι δυο τους στη μπάρα ενός συνοικιακού μπαρ, σιωπηλοί στο πρώτο ποτήρι ουίσκι. Στο δεύτερο ο Πετρής χαλάρωσε και τόλμησε ένα βλέμμα στον διπλανό του που τον κοίταζε κι αυτός.
«Λοιπόν φίλε, Νίκο με λένε και είμαι είκοσι οκτώ χρονών.»
«Πέτρος, Νίκο και, χάρηκα…»
«Πόσο χρονών είσαι;»
«Τριάντα επτά και χωρίς ελπίδα. Χμ, είδες πώς κατάντησα; Μέχρι πριν λίγους μήνες είχα δουλειά, ενδιαφέροντα, την ανεξαρτησία του μικρού διαμερίσματος που νοίκιαζα, τη φίλη μου, τους φίλους μου και την αξιοπρέπεια μου.»
«Κι εγώ πριν ένα χρόνο ήρθα στην Αθήνα για να μεγαλουργήσω. Από την Κόρινθο είμαι. Έλεγα θα βρω δουλειά και εν τέλει κατέληξα να σπρώχνω… κατάλαβες τι. Ήταν το μόνο που βρήκα. Και στην τελική γιατί όχι; Μήπως τα τέρατα που μας κυβερνάνε δεν κλέβουν;»
«Κλέβουν και, κυρίως κλέβουν ελπίδες, όνειρα και το μέλλον, όμως έτσι σκοτώνεις ζωές…»
«Τι κάνω;»
«Σκοτώνεις ζωές ρε Νίκο με τις ουσίες.»
«Χα, αυτό νόμιζες; Όχι ρε φίλε. Μικροκλέφτης είμαι. Βουτάω κι ό άλλος είναι σε κύκλωμα που σπρώχνουν τα κλεμμένα. Από αντικείμενα, έως ταυτότητες, διαβατήρια… ό,τι θες. Εγώ βγάζω ένα μεροκάματο και μόνο άμα πέσω σε πορτοφόλι με φράγκα μου δίνουν τα μισά.»
«Σε καταλαβαίνω μα δεν είναι λύση κι αυτή. Θα σε πιάσουν καμιά μέρα και θα βρεθείς στο φρέσκο.»
«Ε, και τι να κάνω; Έχεις καμιά ιδέα;»
«Όχι. Κι εγώ για ιδέες ψάχνω και σου ορκίζομαι δεν υπάρχουν. Λέω να γίνω ταρίφας.»
«Από καθηγητής; Εγώ τουλάχιστον ένα γυμνάσιο τέλειωσα και μια σχολή κομμωτικής. Γονείς; Στον κόσμο τους. Η μάνα μου την έχει κάνει απ’ όταν ήμουν παιδί κι ο πατέρας μου, έμαθα ότι τα τίναξε κάπου… δεν ξέρω πού κι ούτε τον γνώρισα. Η γιαγιά μου με μεγάλωσε στο χωριό κι εκεί δεν ξαναγυρίζω.»
«Γιατί δεν γίνεσαι ταρίφας;»
«Ούτε δίπλωμα οδήγησης έχω. Τι να το κάνω; Μήπως θα έχω ποτέ αυτοκίνητο;»
«Σωστά…»
Ο Πετρής και ο Νίκος, δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, κράτησαν μια φιλία. Μια φιλία που αντέχει ακόμη, άσχετα που Ο Πετρής τον Σεπτέμβρη είχε φύγει για το Παρίσι. Μετά τις προτροπές του πατέρα του, αλλά και του Νίκου, δέχτηκε να επικοινωνήσει με τους καθηγητές του στο Παρίσι κι εκείνοι τον παρότρυναν να συναντηθούν. Από τον Οκτώβριο θα δίδασκε ως βοηθός του καθηγητού του αρκετές ώρες την εβδομάδα στο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα τις ελεύθερες ώρες του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα Ελληνικών στα παιδιά των Ελλήνων που ζούσαν στη Γαλλία και οι γονείς τους επιθυμούσαν να ξέρουν τα παιδιά τους τη μητρική τους γλώσσα. Αυτά μάλιστα ήταν καλοπληρωμένα.
Με τον Νίκο επικοινωνούν συχνά και ο Πετρής δεν έχει πάψει να ψάχνει για άκρες εκεί στην ξένη χώρα, μήπως και πετύχει να βρει κάποια δουλειά για τον καινούριο φίλο του. Τελευταία, κάτι παίζει, του έλεγε με συγκρατημένη αισιοδοξία, επειδή κι εκεί υπάρχουν προβλήματα, στο χώρο της κομμωτικής. Το καινούριο φλερτ του Πετρή, είναι η κόρη ενός από τους διασημότερους κομμωτές της περιοχής που ζει ο Πετρής…